Home
News
Foreign Office
Local
Ελληνική
Metal
Punk/hc/emo
Live
Συνεντεύξεις
Cinefreak
Θέατρο/χορός
Books, magz
Τι παίζει, που
Special
Aρθρα
Mp3s/Video
Atrakt-ed
Links
 
Αναζήτηση

 

ΥΕΜΕΝΗ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

27/7/2007

ΥΕΜΕΝΗ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΙΤΣΑΛΙΔΗΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΡΑΚΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CRISTINA ALGRANATI

Να φτάνεις μες στη μαύρη νύχτα σε μια άγνωστη πόλη, είναι πάντα λίγο ανησυχητικό, κυρίως όταν όπως εμείς δεν έχουμε κλείσει δωμάτιο και δεν θέλουμε να περάσουμε τη νύχτα στο αεροδρόμιο. Στην Σανά’α όμως ήταν φανταστικά. Ούτε ίχνος ανησυχίας.

Παίρνουμε ένα ταξί, το οποίο μοιάζει περισσότερο με μηχανή του χρόνου, όπου μας μεταφέρει μέσα απ’ τους άδειους δρόμους του 21ου αιώνα, κατευθείαν πίσω αρκετούς αιώνες. Απ’ τον κόσμο μας σ’ αυτόν των χιλίων και μία νυχτών. Μας αφήνει μπροστά στο ξενοδοχείο «ARABIA FELIX» στο ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου στις 3 τα ξημερώματα, εκτός από μερικά φώτα και ορισμένα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, δεν φαίνεται κανένα άλλο σημάδι του μοντέρνου πολιτισμού. Το ξενοδοχείο είναι ένας παλιός πύργος, με μικροσκοπικές πόρτες και τεράστια σκαλοπάτια, που για να τ’ ανέβεις σου κόβεται η ανάσα. Η αιτία δεν είναι μόνο οι σκάλες, αλλά και το γεγονός ότι η Σανά’α είναι χτισμένη σε 2300 μ. υψόμετρο. Πριν πέσουμε για ύπνο, προλάβαμε το κάλεσμα του μουεζίνη και έτσι η μαγεία ολοκληρώθηκε.

Το πρωί, η κίνηση στον οδό AS-SAILAH είναι έντονη. Κοιτώντας απ’ το παράθυρο τον κόσμο να τη διασχίζει απ’ τις πολυάριθμες γέφυρες που ενώνουν τις δυο «όχθες», μας δίνει την εντύπωση ενός ποταμού. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, η εντύπωση αυτή γίνεται σιγουριά. Ο δρόμος αυτός, την εποχή των βροχών μετατρέπεται σε ποταμό.

Αφήνουμε πίσω μας την κίνηση και μπαίνουμε μέσα απ’ τα σοκάκια της παλιάς πόλης σ’ έναν μαγευτικό κόσμο. Μπορεί και να είναι τυχαίο, όμως δεν συναντάμε σχεδόν κανένα τουρίστα και όλοι οι Υεμενίτες είναι ντυμένοι με παραδοσιακή άσπρη πουκαμίσα και το μεγάλο μαχαίρι «σφηνωμένο» στην διακοσμημένη ζώνη που τυλίγει τη μέση τους. Απ’ την άλλη, οι γυναίκες είναι τελείως σκεπασμένες μ’ ένα μαύρο μακρύ ρούχο, που καλύπτει και το πρόσωπο ενώ ορισμένες συμπληρώνουν το σύνολο με ένα χρωματιστό φουλάρι.

Τη στιγμή που τα πανέμορφα κτίρια της Σανά’α σε ελκύουν αμέσως με την κομψότητά τους και τα έντονα χρώματα των παραθύρων τους, όπου την μέρα προβάλλουν παιχνιδίσματα φωτός στους τοίχους των δωματίων, και τη νύχτα πλημμυρίζουν με χρώμα τους δρόμους, οι άνθρωποι είναι τελείως διαφορετικοί. Οι γυναίκες, που σαν μαύρα φαντάσματα, κινούνται γρήγορα και στο πέρασμά σου αποσύρονται πίσω από τεράστιες πόρτες, σε φέρνουν σε αμηχανία, ενώ οι άντρες, με τα μαχαίρια τους και τα μάγουλα φουσκωμένα απ’ το kat, σχεδόν σε φοβίζουν. Όμως είναι ακριβώς αυτή η «ανακάλυψη» των ανθρώπων, το πιο σημαντικό μέρος του ταξιδιού μας. Μια δύσκολη «ανακάλυψη», κρυμμένη πίσω από τοίχους γλώσσας και κουλτούρας.

Ήδη το πρώτο «κατόρθωμα», να βρεις γραφείο ανταλλαγής συναλλάγματος, είναι πιο δύσκολο απ’ το προβλεπόμενο. Δεν αλλάζεις τα χρήματά σου στην τράπεζα, αλλά σε κάτι μικροσκοπικά μαγαζιά, όλα το ένα δίπλα στο άλλο, σε ένα σοκάκι στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Για να τα βρούμε, περνάμε και ξαναπερνάμε από δρομάκια που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα απ’ τον γνωστό λαβύρινθο. Το πρόβλημα τώρα είναι να συνεννοηθούμε στα αγγλικά. Ή εμείς δεν τα μιλάμε καλά ή αυτοί δεν μας καταλαβαίνουν. Για καλή μας τύχη, φτάνει ο από μηχανής θεός. Για την ακρίβεια, το από μηχανής παιδί! Και στην Υεμένη υπάρχουν πολλά. Το ποσοστό γεννήσεων είναι υψηλότατο (6,5 παιδιά για κάθε γυναίκα!) και αυτό φαίνεται ακόμη περισσότερο, γιατί οι δρόμοι είναι γεμάτοι με παιδιά που τρέχουν και παίζουν, όπως δυστυχώς δεν συμβαίνει τώρα πια στις δικές μας πόλεις. Είναι αυτά τα παιδιά να μας θυμίζουν ότι κι εμείς ήμασταν κάποτε έτσι. Κάποτε παίζαμε μπάλα στους δρόμους και σαν παιδιά είμαστε όλοι ίδιοι, με μοναδικό σκοπό το παιχνίδι και την επιθυμία της γνώσης καινούριων πραγμάτων. Ενώ οι ενήλικοι δεν λένε πολλά, οι φωνές των παιδιών σε ακολουθούν όπου πας. «What’s your name?», «Where are you from?», «Photo?».

Έτσι περνάμε αυτή τη μέρα, γυρνώντας σ’ αυτό το open air museum που λέγεται Σανά’α κάτω από έναν λαμπερό ήλιο και ένα δροσερό αεράκι, χαρακτηριστικό του χειμώνα της περιοχής.

ΣΑΝΑ’Α

Αποφασίζουμε να κάνουμε μια επίσκεψη στα περίχωρα. Μόλις 15 χλμ. Από την πόλη βρίσκεται το Whadi Dhohr με το πανέμορφο Dar al-Hajar, το παλάτι του βράχου, που χτίστηκε το 1930 απ’ τον Imam Yahya σαν θερινή κατοικία, ενώ τώρα είναι μουσείο. Ένα πανέμορφο κτίσμα που αξίζει τον κόπο να ξοδέψει κανείς μερικές ώρες για να το επισκεφτεί και να θαυμάσει τη θέα απ’ τα μπαλκόνια του στην καλλιεργημένη με kat πεδιάδα.

54 χλμ. Απ’ την Σανά’α βρίσκεται μια πεδιάδα που στην ξερή περίοδο οι βραχώδεις σχηματισμοί της θυμίζουν το Grand Canyon και το πιο σημαντικό χωριό για να επισκεφθείς είναι η Thulla. Εδώ καταφέρνουμε ν’ ανέβουμε και στο κάστρο που βρίσκεται πάνω απ’ το χωριό, σε απόσταση 20 περίπου λεπτών περπατήματος. Το μονοπάτι είναι κλειστό με μια καγκελόπορτα και πρέπει να ζητήσεις το κλειδί με αντάλλαγμα φιλοδωρήματος. Θαυμάζουμε το κάστρο και πάνω απ’ όλα το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα κι έπειτα κατεβαίνουμε στο χωριό, το οποίο είναι γεμάτο με παιδιά που μιλάνε μια απίστευτη γκάμα γλωσσών. Εμάς μας ξεναγεί ο Angelo ή Franz ή George – το όνομα εξαρτάται από πού προέρχεται ο τουρίστας. Του προτείνουμε το όνομα Κώστας για τους Έλληνες τουρίστες. Ο Angelo μας έδειξε την παλιά πόλη, τα μαγαζιά, τις δεξαμενές όπου ακόμη και σήμερα χρησιμεύουν για την περισυλλογή νερού και τα εγκαταλειμμένα σπίτια των Εβραίων με το άστρο του Δαβίδ επάνω τους.

Περνάμε τη μέρα γυρίζοντας στα πανέμορφα δρομάκια της Σανα’ά, που βλέποντάς τα μια δεύτερη φορά μας φαίνονται ακόμη πιο όμορφα.

Το επόμενο πρωινό αποφασίζουμε να επισκεφτούμε την Μανάχα, ένα χωριό στα βουνά Χάραζ, 90 χλμ. Νοτιοδυτικά. Βρίσκουμε αρκετά εύκολα μπορώ να πω, μια εταιρεία υπεραστικών και από εκεί ξεκινάμε, αλλά το να βρεις τη Μανάχα δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο νομίζουμε… Όντως, το λεωφορείο δεν σταματά στο σωστό σημείο όπου ξεκινάει ο δρόμος για το χωριό και μας πάει παραπέρα.

Σ’ αυτό το σημείο, συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε οι μοναδικοί τουρίστες στο λεωφορείο και οι μοναδικοί που δεν μιλούν τη γλώσσα που μιλάνε όλοι οι άλλοι. Μα με λίγη καλή θέληση καταφέρνεις τα πάντα. Μας κατεβάζουν και μας βοηθάν να πάρουμε ένα άλλο λεωφορείο απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, που μας πάει στο σταυροδρόμι. Παίρνουμε ένα ταξί – που οδηγός του είναι ένα παιδί κάτω των 14 ετών – όπου μαζί με τον πατέρα του για συνοδό, μαθαίνει οδήγηση! Δέκα χιλιόμετρα χωματόδρομου, μέσα σε μια πηχτή ομίχλη με το παιδί στο τιμόνι και τον πατέρα του δίπλα να μασουλάει κατ. Θα μας μείνουν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη. Πάντως για να διαβάζετε τώρα αυτές τις γραμμές, σημαίνει ότι φτάσαμε σώοι και αβλαβείς στο ξενοδοχείο μας ή καλύτερα, για να χρησιμοποιήσω την πρώτη αραβική λέξη που μάθαμε, «funduk» μιας και η πασίγνωστη λέξη «hotel» δεν γίνεται πάντα κατανοητή σ’ αυτή τη γλώσσα που ανοίχτηκε στον τουρισμό τα τελευταία μόλις χρόνια.

Το χωριό Μανάχα βρίσκεται στα 2200 μέτρα υψόμετρο κι αυτή την υγρή νύχτα κάνει και κρύο. Δυστυχώς, μαθαίνουμε ότι παρ’ ότι τηλεφωνήσαμε το προηγούμενο βράδυ για να κλείσουμε δωμάτιο, κανείς δεν το «θυμότανε» και μας λένε ότι το ξενοδοχείο είναι γεμάτο. Είμαστε έτοιμοι να δοκιμάσουμε να βρούμε ένα άλλο, όταν ξαφνικά έρχεται κάποιος του ξενοδοχείου – που προφανώς μας λυπήθηκε – και μας προτείνει ένα μεγάλο δωμάτιο στο ημιυπόγειο όπου υπήρχαν μόνο στρώματα στο πάτωμα και κουβέρτες. Δεν είναι σίγουρα το πιο πολυτελές δωμάτιο, όμως αποφασίζουμε ότι είναι καλύτερα ένα δωμάτιο λιγάκι βρώμικο παρά η προοπτική να περάσουμε τη νύχτα στην ομίχλη και το κρύο. Για καλή μας τύχη, η επιλογή μας αμείβεται από το βραδινό που ακολούθησε, συνοδευόμενο με παραδοσιακούς χορούς και μουσική. Αυτή τη βραδιά καταλάβαμε ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν θα είναι εύκολο να ακολουθήσουμε κάποιο πρόγραμμα και θα πρέπει να αφήσουμε κάποιες φορές την τύχη να μας οδηγήσει, τύχη που συνήθως συνοδεύει τους τουρίστες που ψάχνουν την περιπέτεια σε άγνωστα μέρη.

Το επόμενο πρωί το αφιερώνουμε σε μια βόλτα με τα πόδια μέχρι την κορυφή του βουνού και στο χωριό Αλ-Χατζήρα. Ένα οχυρωμένο χωριό του 12ου αιώνα, την περίοδο της τουρκικής κατοχής. Γύρω απ’ το χωριό είδαμε για πρώτη φορά μεγάλες εκτάσεις καλλιέργειας κατ και τις σκοπιές απ’ όπου τη νύχτα πυροβολούν όποιον προσπαθήσει να κλέψει το εθνικό ναρκωτικό, χωρίς το οποίο κανείς Υεμενίτης δεν μπορεί να επιβιώσει.

Το απόγευμα αποφασίζουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς την Ερυθρά Θάλασσα και πιο συγκεκριμένα στην Αλ-Χουντάϊντα. «Χάμσα» μας λέει ο ταξιτζής, ενώνοντας τα δάχτυλα του χεριού του. Που σημαίνει ότι με πεντακόσια ριάζια μπορεί να μας πάει μέχρι την Αλ-Χουντάϊντα. «Κομπλέ» συμπληρώνει, εννοώντας ότι όλο το ταξί θα είναι στη διάθεσή μας. Αργότερα καταλάβαμε πώς χρησιμοποιούν το ταξί οι Υεμενίτες για να μετακινηθούν από πόλη σε πόλη. Το ταξίδι μας βγαίνει πολύ άνετο. Ταξιδεύουμε μ’ ένα Peugeot Station Wagon που κατεβαίνει τον ήσυχο δρόμο του βουνού μέχρι να φτάσει στην πεδιάδα που απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.

Λίγο πριν μπούμε στην πόλη της Αλ-Χουντάϊντα, μας σταματάνε σ’ ένα μπλόκο. Παρ’ ότι η χώρα ενώθηκε στις 22 Μαΐου του 1990, ακόμη και σήμερα αν θέλεις να περάσεις από έναν νομό σ’ έναν άλλο, δεν είναι σίγουρο αν φτάνει η τουριστική βίζα ή χρειάζονται και άλλες άδειες για να μετακινηθείς. Ξεκινώντας απ’ την Σανα’ά μας είχαν δώσει αντιφατικές πληροφορίες, έτσι στον πρώτο έλεγχο δεν νιώθουμε και πολύ σίγουροι. Όντως, σταματάνε το ταξί μας, μας ζητούν διαβατήρια τα οποία δίνει ο ένας αστυνομικός στον άλλο, όμως απ’ τα χαμόγελά τους μοιάζει περισσότερο ότι είναι η περιέργειά τους που είδαν δυο τουρίστες σ’ ένα ταξί και όχι τόσο ο έλεγχος. Τέλος, γράφουν τα ονόματά μας σ’ ένα φύλλο εφημερίδας και μ’ ένα ευγενικό «Σαλάμ» μας αφήνουν να συνεχίσουμε.

Η Αλ-Χουντάϊντα είναι μια μοντέρνα πόλη στη θάλασσα, που ξέχωρα απ’ τη διάσημη ιχθυαγορά δεν φαίνεται να έχει τίποτε ιδιαίτερο για έναν τουρίστα. Επιλέγουμε ένα καινούριο ξενοδοχείο στην παραλία μ’ ένα δωμάτιο που σε σύγκριση με το Funduq στην Μανάχα, μοιάζει με παλάτι. Απ’ το παράθυρό μας βλέπουμε την λεωφόρο που μας χωρίζει απ’ την θάλασσα, ενώ στην αντίθετη μεριά ορθώνονται πανύψηλα κτίρια και οικοδομές. Αν δεν ήταν για τους άντρες με τις τυπικές κελεμπίες τους και τις γυναίκες με τις μαύρες μαντίλες, θα έμοιαζε με μία οποιαδήποτε πόλη, οπουδήποτε στον κόσμο.

Περπατάμε προς το κέντρο της πόλης, ψάχνοντας ένα ρεστοράν, σε έναν δρόμο γεμάτο μαγαζιά και αίθουσες γεμάτες ντόπιους που σερφάρουν στο internet. Φτάνουμε στην κεντρική πλατεία, όπου βλέπουμε μια ταβέρνα γεμάτη κόσμο, που έχει κάτι το οικείο. Όντως, μοιάζει πολύ στο στυλ, στην διακόσμηση, στα τραπεζάκια σαν μια τυπική ελληνική ταβέρνα της δεκαετίας του ’60 και που μπορείς ακόμη να συναντήσεις στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Ακόμη και το μενού, με κοτόπουλο, πατάτες και φασόλια, θυμίζει πολύ Ελλάδα. Το βραδάκι το περνάμε στην παραλία, πίνοντας ένα αναψυκτικό παρέα με τα νεαρά ζευγαράκια που παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, συναντιούνται, όπως στα μέρη μας, στην παραλία να κοιτούν το ηλιοβασίλεμα, πιασμένοι χέρι-χέρι. Κι εδώ σχεδόν όλες οι γυναίκες φοράνε όχι μόνο το hijab που καλύπτει το κεφάλι με ένα μαύρο μαντήλι, αλλά και το niquab που καλύπτει όλο το πρόσωπο αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια. Αλλά τη νύχτα, που πέφτει γρήγορα εδώ στον νότο της Αραβικής χερσονήσου, δεν μοιάζει να είναι τόσο δύσκολο, να σηκωθεί η μαντήλα και να δει έτσι – τουλάχιστον – το πρόσωπο ο αρραβωνιαστικός.

Απ’ την Αλ-Χουντάϊντα αποφασίζουμε να συνεχίσουμε για το Zabid, διάσημη πόλη για τα πολλά τζαμιά, το παλιό της πανεπιστήμιο και στον δυτικό κόσμο, διάσημη για το φιλμ του Παζολίνι, «Αραβικές Νύχτες». Αυτή τη φορά θέλουμε να ταξιδέψουμε όπως οι Υεμενίτες με ένα ομαδικό ταξί. Έτσι ξεκινάμε για την πιάτσα των ταξί, με ένα χαρτί, γραμμένο στα αραβικά από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Εδώ, κάθε ταξιτζής φωνάζει το όνομα της πόλης που πάει κι έτσι δεν είναι δύσκολο να βρεις τον σωστό. Από εδώ και πέρα χρειάζεται να οπλιστείς με υπομονή και να περιμένεις να γεμίσει το ταξί. 10 άτομα (ο ταξιτζής και εννέα επιβάτες) βρίσκουν θέση σ’ αυτά τα Peugeot Station Wagon. Τρεις μπροστά, 4 στη μεσαία σειρά και τρεις πίσω, στοιβαγμένοι όπως οι σαρδέλες. Το ταξίδι διαρκεί δυόμισι ώρες και όταν κατεβαίνουμε είμαστε ευτυχείς που καταφέραμε να φτάσουμε.

Με το που φτάνουμε στη Ζαμπίντ, κάθε τουρίστας περικυκλώνεται από ένα τσούρμο παιδάκια που τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον καθοδηγούν στους δρόμους της πόλης. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε κι εμείς το μοναδικό Funduk για τουρίστες. Μερικά δωμάτια με σπαρτιάτικη επίπλωση γύρω από μια μικρή αυλή με κοινό μπάνιο. Έπειτα βγαίνουμε για επίσκεψη στην πόλη, που στην ουσία είναι λίγο μεγαλύτερη από χωριό, με χωμάτινους δρόμους, μικρά σπίτια και μαγαζιά και πάμπολλους μιναρέδες απ’ τα πολυάριθμα τζαμιά. Μας συνοδεύει ένας υπάλληλος του funduk, όπου μας δείχνει και το σπίτι που γυρίστηκαν οι σκηνές του φιλμ του Παζολίνι, «Αραβικές νύχτες». Περνάμε το βράδυ μας μιλώντας για το σχολείο, γράφοντας λέξεις στα αγγλικά και στα αραβικά, γελώντας ακόμη κι όταν δεν καταλαβαινόμαστε, παρέα με την Ντοκτόρα Ουχούντ, μια πανέμορφη κοπελίτσα 12 ετών και τους φίλους της. Παρατηρώντας τις γραμμές του προσώπου της και το μπρούντζινο δέρμα της, φανταζόμαστε την ομορφιά που μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ αυτά τα μαύρα πέπλα που σε λίγο καιρό θα πρέπει να τα φορά και η μικρή χαρούμενη φίλη μας.

Το επόμενο πρωί, με το πρώτο φως, αφήνουμε πίσω μας την Ζαμπίντ και κατευθυνόμαστε μέσω του κεντρικού δρόμου που απ’ τα βόρεια πάει προς τον νότο της αραβικής χερσονήσου. Επόμενος σταθμός: Ταϊζ. Δυστυχώς, παρά την μεγάλη σημασία που έχει η ιστορική πόλη της Ζαμπίντ, δεν μπορέσαμε να βρούμε ούτε ταξί ούτε στάση λεωφορείου. Έτσι, σταματάμε ένα αγροτικό γεμάτο εργαζόμενους, που με ένα μεγάλο χαμόγελο μας μετέφεραν μέχρι το επόμενο χωριό, όπου στις δύο άκρες του κεντρικού δρόμου είναι στημένο ένα μεγάλο παζάρι. Εδώ επιτέλους βρίσκουμε ταξί για το Ταϊζ που όμως είναι απαραίτητο να περιμένουμε έως ότου βρει άλλους οκτώ επιβάτες. Για να τους βρει, κάνει πάνω κάτω το δρόμο με το ταξί, φωνάζοντας απ’ το παράθυρο τον προορισμό. Αυτό κρατάει πάνω από μία ώρα. Εν τέλει, ο ταξιτζής μας ανακοινώνει ότι πρέπει να πληρώσουμε για τρεις, έτσι ώστε να μείνουμε μόνοι μας στα πίσω καθίσματα. Όλα αυτά ελέχθησαν με την βοήθεια χειρονομιών και με τη συνεισφορά των υπολοίπων επιβατών. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ξεκινάμε, μέσα σε μια ζέστη όλο και πιο αποπνικτική, περνώντας από μικρές πόλεις και χωριά. Καθισμένοι βαθιά στα πίσω καθίσματα, καταφέρνουμε να περάσουμε όλα τα μπλόκα της αστυνομίας χωρίς να μας σταματήσουν, για μεγάλη χαρά των συνεπιβατών μας που με χειρονομίες μας έκαναν να καταλάβουμε ότι οι αστυνόμοι δεν μας είδαν.

Φτάνοντας στην Ταϊζ, μια πόλη 300.000 κατοίκων, ήρθε ξανά στην επιφάνεια το πρόβλημα του ξενοδοχείου. Για κακή μας τύχη, το όνομα του ξενοδοχείου που έχουμε επιλέξει είναι και το όνομα ενός χωριού κοντά στην Ταϊζ. Έτσι ο ταξιτζής κατευθύνεται προς το χωριό και όχι προς το ξενοδοχείο. Μετά από πολλή προσπάθεια, με χειρονομίες στον χάρτη και φωνάζοντας «φούντουκ! Φούντουκ!», βρίσκουμε έναν πεζό που μιλά αγγλικά. Αυτός μας εξηγεί ότι το ξενοδοχείο που ψάχνουμε είναι σε πολύ μικρή απόσταση, όμως έχει κλείσει εδώ και πολύ καιρό… Έτσι δίνει οδηγίες στον νεαρό ταξιτζή για το που θα μας πάει. Έπειτα από λίγο μας αφήνει σ’ ένα μοντέρνο κτίριο, όπου στεγάζει το ξενοδοχείο που θα μείνουμε. Απ’ το μπαλκόνι του έχουμε μια φανταστική πανοραμική θέα στα βουνά και την πόλη.

Περνάμε το απόγευμα και το βραδάκι μας γυρνώντας στην παλιά πόλη, χαζεύοντας τα μαγαζιά στην αγορά και παρατηρώντας τους πολυάριθμους ανθρώπους που με το που πέφτει ο ήλιος βγαίνουν έξω και γεμίζουν τους δρόμους αυτής της σχεδόν δυτικής πόλης. Ακόμη κι εδώ, στην αγορά, ανάμεσα στα πολλά μαγαζιά με υφάσματα, με μαχαίρια και τυριά, είδαμε πάρα πολλά παιδιά έτοιμα πάντα να αστειευτούν και να στηθούν για φωτογραφίες.

Από εδώ, ο τελευταίος μας σταθμός με ταξί είναι το Άντεν. Αυτή τη φορά, το ταξίδι είναι πολύ γρήγορο. Για την ακρίβεια πάρα πολύ γρήγορο, αν υπολογίσουμε ότι ταξιδεύουμε σε έναν δρόμο γεμάτο στροφές, στο γνωστό παμπάλαιο Peugeot Station Wagon, με τις ρόδες του ζεστές απ’ τα χιλιόμετρα. Αυτή η υψηλής επικινδυνότητας βόλτα, μας απαγόρευσε κατά ένα μεγάλο μέρος να απολαύσουμε τη διαδρομή με τα πανέμορφα χωριουδάκια που έμοιαζαν να έχουν μείνει ανέπαφα απ’ τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης, όταν σ’ αυτή την περιοχή ζούσε η μυθική βασίλισσα του Σαβά.

Αντίθετη ακριβώς εντύπωση μας δίνει το Άντεν, όπου απ’ την αρχαία του ιστορία έμεινε πολύ λίγο και στην ηφαιστειακή πέτρα που το καλύπτει ορθώνονται μοντέρνα κτίρια δίπλα σε απλά σπίτια σε μία τάξη χάους. Όντως οι διάφοροι δήμοι αυτής της πόλης απλώνονται σε διαφορετικά σημεία αυτού του «νησιού», που ενώνεται με την ξηρά με μια λεπτή λωρίδα γης στο κέντρο της οποίας ορθώνεται ο ηφαιστειακός κώνος. Αποφασίζουμε έτσι να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε την παραλία του Gold Mother Bay.

Περνάμε μ’ αυτόν τον τρόπο την πρωτοχρονιά. Μ’ ένα πολύ ωραίο μπουφέ στην αμμουδιά, με τυπικά Υεμενίτικα πιάτα. Η πτήση για Σοκότρα απ’ το Άντεν περνάει απ’ την Αλ-Μυκάζα κι έπειτα συνεχίζει για περίπου μία ώρα στον Ινδικό Ωκεανό. Η πρώτη ματιά στο νησί, δεν επιτρέπει να καταλάβουμε τι μας περιμένει. Σίγουρα δεν θα είμαστε οι μοναδικοί τουρίστες του νησιού, μιας και το αεροπλάνο είναι σχεδόν γεμάτο ξένους και όπως εμείς θα έχουν δει τις φωτογραφίες αυτής της «μυστηριώδους νήσου» με την μοναδική στον κόσμο πανίδα και χλωρίδα.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που αξίζει μια αφήγηση μόνη της…

Φωτεινή Δράκου

Άρθρα
MyBlogBook #34
MyBlogBook #33
MyBlogBook #32
MyBlogBook #31
MyBlogBook #30
MyBlogBook #29
MyBlogBook #28
MyBlogBook #27
MyBlogBook #26
MyBlogBook #25