|
|
|
|
RAINING PLEASURE
|
Όταν η βροχή τείνει στην απόλαυση...
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τέσσερα ξωτικά της βροχής!
Ζούσαν απομακρυσμένα σε μια χώρα που πλήττονταν από ξηρασία, φαινόμενα καλλιτεχνικής υπονόμευσης και καταπίεσης της φαντασίας των ανθρώπων. Είχε όμως εκείνα τα μυστήρια πλάσματα να τους προσέχει, βγαίνοντας κάθε βράδυ για να στείλουν βροχή με δροσερές σταγόνες ευχαρίστησης. Την επόμενη μέρα, όλοι ξυπνούσαν με μια ανεξήγητη αίσθηση ευφορίας, τραγουδώντας ασταμάτητα, χωρίς να μπορούν να θυμηθούν τί ήταν αυτό που τους είχε διαπεράσει τη προηγούμενη νύχτα.
Ένα από αυτά τα βράδια, οι “Βροχούληδες” μαζεύτηκαν σ’ένα τραπέζι, θέλοντας να εξομολογηθούν σε ένα θνητό τις μαγικές ιδιότητες των σταγόνων ευχαρίστησης...
Γενικά αλλά όχι αόριστα...
Οι Raining Pleasure χαίρονται για τη ανοδική πορεία που, έστω και αργά, φαίνεται να παίρνει η αγγλόφωνη ελληνική σκηνή. Εύχονται να υπήρχαν και στα δικά τους πρωταρχικά βήματα (πριν 18 χρόνια!) το Internet, το MySpace και όλοι οι εναλλακτικοί τρόποι για να προωθήσουν τη δουλειά τους. Μιλούν επίσης για την υπομονή ως απαραίτητο συστατικό επιβίωσης, και κυρίως, τα λεφτά που πρέπει παραδόξως να ξοδεύσεις, προκειμένου να αναδειχτείς και να κρατηθείς στο προσκήνιο ως εγχώριο, εναλλακτικό ροκ συγκρότημα. Αναγκασμένοι, κατά κάποιο τρόπο, τάσσονται υπέρ της “Do It Yourself” αισθητικής, μιας και δεν τους είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να επιλέξουν ανάμεσα σε κάτι άλλο.
Εκτός από το ότι στο βανάκι τους για τις συναυλίες ο ένας δεν μπορεί να αντέξει τις μουσικές του άλλου, βρίσκουν παρ’όλα αυτά το τρόπο να συμβιβάσουν τα διαφορετικά μουσικά τους γούστα. Οι Pixies είναι ένα από τα ακούσματα που γεφυρώνει το χάσμα, αλλά και πάλι με μια εξαίρεση, αυτή του Ιάσονα (Jay).
Ενώ, όπως εξομολογείται ο Βασίλης (X-Jeremy), αν ακούσετε ποτέ τους Raining Pleasure σε συναυλία να τραβάνε σε διάρκεια τα “Rainbow” και “Approaching of the hour”, είναι σαφές δείγμα της οργιαστικής διάθεσης των μελών του συγκροτήματος (με την αμέριστη συμπαράσταση του θεού Διόνυσου).
Δεν θα αντάλλασσαν με τίποτα αυτό που έχουν χτίσει, και αν έμελλε να μείνει κάτι από εκείνη τη συνάντηση, ήταν το τσιτάτο του Σάκη (Sak): «O ρομαντισμός στις μέρες μας είναι κάτι σαν την υγρασία... θα βρει τρόπο να εκφραστεί!»
Κατά τη διάρκεια δημιουργίας των κομματιών σας λαμβάνετε υπόψη τη ψυχολογία του ακροατή; Σκέφτεστε τί θα μπορούσε έχει μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό ή τί θα μπορούσε να αφομοιωθεί ευκολότερα;
X-Jeremy (Βασίλης): Δεν λειτουργούμε έτσι. Είναι εντελώς προσωπικό. Κάθεσαι και κάνεις κάτι ανάλογα με το πώς νιώθεις, το ακούει ο άλλος και το συμπληρώνει. Και έτσι δουλέψαμε πολύ στο τελευταίο δίσκο. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι έπρεπε να γράψουμε ένα κομμάτι που θα πρέπει να ακούγεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο στο κοινό. Δεν έχουμε σκεφτεί, συνειδητά, να κάνουμε κάτι ραδιοφωνικό και μόνο.
Sak (Σάκης): Προσαρμόζουμε τα καινούρια κομμάτια σε εμάς, ανάλογα με το πώς νιώθουμε όταν τα παίζουμε ζωντανά. Η τελική μορφή τους καθορίζεται πρώτα από το πώς νιώθουμε εμείς και έπειτα το κοινό. Ο κόσμος λειτουργεί μόνο σαν φίλτρο.
Jay(Ιάσονας): Το βασικότερο είναι να αρέσει σε εμάς αυτό που κάνουμε. Πριν ηχογραφηθεί ο δίσκος είχαν παιχτεί κάποια κομμάτια ζωντανά. Το “Our Father” για παράδειγμα είχε κάποια μέρη τα οποία αφαιρέσαμε. Ακούμε και δοκιμάζουμε τα κομμάτια μας για αρκετό καιρό και μετά κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές.
Που οφείλεται η αλλαγή του ήχου του “Who’s gonna tell Juliet?” σε σχέση με τα πρώτα βήματα; Γιατί έγινε πιο κιθαριστικός με λιγότερη έμφαση στα πλήκτρα;
Jay:Είχαμε ελαττώσει τα πλήκτρα πριν φύγει ο Spiral. Ακόμα και τώρα τα πλήκτρα δεν λείπουν εντελώς, αλλά έχουν δευτερεύοντα ρόλο.
Σταδιακά με τα χρόνια, αλλά και από τα ακούσματα, αποφασίσαμε να κάνουμε το δίσκο πιο κιθαριστικό. Θέλαμε έτσι να ηχογραφήσουμε κάτι το οποίο θα ακουγόταν όπως όταν θα το παίζαμε ζωντανά. Δεν θέλαμε να υπάρχει μια έντονη παραγωγή, η οποία να μη μπορεί μετά να βγει live.
Sak: Από τα live προέκυψε κυρίως αυτή η αλλαγή. Παίζοντας σου δημιουργείται αυτό το feeling, μια αίσθηση την οποία θέλεις να μεταδώσεις και στο δίσκο.
Στο “Flood” περιέχονται κομμάτια με εντελώς ετερόκλητο περιεχόμενο. Από το trip-hop του “Song of the wolf” μέχρι το κιθαριστικό post-rockξέσπασμα του “Another song”. Στο “Who’s gonna tellJuliet?” ωστόσο δεν υπάρχουν τέτοιες αποκλίσεις στον ήχο. Που οφείλεται η μεγαλύτερη συνολικά ομοιογένεια του;
Jay: Θέλαμε απ’την αρχή ο δίσκος να είναι σαν άκουσμα πιο ομοιογενής. Οφείλεται στο ότι πολλά κομμάτια τα παίζαμε πολύ πριν live και αυτό ίσως έκανε το καινούριο δίσκο πιο δεμένο. Ενώ τα κομμάτια στο “Flood” έβγαιναν μόνο κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, και δουλεύονταν στο studio μέχρι κάποιο σημείο.
X-Jeremy: Ήταν κάτι που το θέλαμε και σ’αυτό βοήθησε πολύ η εμπειρία του Clive Martin, του παραγωγού. Είναι σίγουρο ότι θα αλλάζαμε πολλά πράγματα στο “Flood” αν το ηχογραφούσαμε τώρα. Και τα παλιά κομμάτια, τα παίζουμε τώρα πιο δυνατά σε συναυλίες και αν ξανακάναμε το άλμπουμ θα έβγαινε και αυτό πιο δυνατό.
Πώς ξεχωρίζετε κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας, ότι τα κομμάτια έχουν φτάσει σ’ένα επιθυμητό συνθετικό επίπεδο, ώστε να μην χρειάζονται επιπλέον επεξεργασία;
Sak: Γι’αυτό υπάρχει ένας εξωτερικός παράγοντας, ένας παραγωγός ή ένας μάνατζερ που επιβάλλει αυτό το «όχι» και βοηθάει στο να συντομεύσουμε και να τελειώσουμε την διαδικασία.
X-Jeremy: Θυμάμαι, το “Forwards & Backwards” το μιξάραμε μέχρι τις 2 το βράδυ στο σπίτι του Coti K (σ.σ. πρώην παραγωγός) προσπαθώντας να προσθέσουμε σημεία, ενώ το πρωί ο δίσκος έπρεπε να φύγει.
Jay: Αν κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης δεν βάλεις ένα όριο ότι πρέπει να τελειώσεις, πάντα θα θες να αλλάζεις πράγματα...και δεν είναι ακριβώς τελειομανία.
Στους δίσκους σας καλύπτετε μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων. Από τη μελαγχολία του “Rainbow” μέχρι το πιο εύθυμο “You are not young anymore”. Είναι συνειδητή επιλογή;
Jay: Νομίζω είναι αναφαίρετη ανάγκη να κάνουμε έτσι τους δίσκους μας. Υποσυνείδητα μας βγαίνει γιατί δεν μας ικανοποιεί να επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Θα μπορούσαμε να βγάλουμε έναν εμπορικό δίσκο με ίδια κομμάτια που θα παιζόταν όλη μέρα στο ράδιο, αλλά δεν μας εκφράζει αυτό. Όταν κάνεις ένα κομμάτι, αμέσως μετά θες να κάνεις κάτι διαφορετικό.
X-Jeremy: Βασικά, ίσως αυτό δείχνει ότι δεν μας ενδιαφέρει να δημιουργούμε μουσική με κριτήριο την απήχηση στο κοινό, αλλά λειτουργούμε με βάση αυτό που είμαστε και αυτό που μας αρέσει.
Τί θα απαντούσατε για μια ακόμη φορά, στα παπαγαλάκια του fame story και της cosmote που συνεχίζουν να ζουν πολλά χρόνια;
Sak: Εμείς γέλιο ρίξαμε... Απλά, χρησιμοποιείς το κομμάτι της τηλεόρασης που σου κάνει και τελειώνει εκεί. Αυτοί κάνουν τη δική τους δουλειά και εμείς τη δική μας. Η μουσική είναι για όλους, όποιος μπορέσει ας την αγαπήσει. Πρέπει, δηλαδή,να υπάρχει μια κλίκα η οποία θα είναι κρυμμένη και αποκομμένη από τα μέσα και τη κοινωνία, που να πρέπει να ψάξεις για να τη βρεις;
X-Jeremy: Γενικά, δοκιμάζουμε πράγματα. Και ενώ παλιά μας “έκραζαν” για τη διαφήμιση, σήμερα όλοι ψάχνουν διαφημίσεις για να δώσουν τραγούδια. Γιατί να μην το κάνουμε, γιατί όχι; Η διαφήμιση προέκυψε και δεν ήταν αυτοσκοπός, αφού τα κομμάτια παίζονταν στο ράδιο ένα χρόνο πριν. Και αν τύχαινε πάλι, θα ξαναλέγαμε ναι... Έχουμε χαλάσει τόσα χρήματα για εξοπλισμό, συναυλίες κτλ., γιατί να μην πάρουμε πάλι πίσω τα χρήματα;
Jay: Αν το κάνουν oι άλλοι είναι εντάξει, ενώ οι Raining Pleasure δεν είναι; Γκρεμίσαμε το όνειρο κανενός όσον αφορά το “Fake” με το να βγαίνει στη διαφήμιση;
Πόσο σημαντικό είναι να μην μένεις στάσιμος και να εξελίσσεσαι σαν μουσικός;
Jay: Για μας είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει εξέλιξη, τόσο μουσικά όσο και τεχνικά. Εκτός από το ότι ο Βασίλης έχει αλλάξει χιλιάδες πετάλια και ενισχυτές, όλοι διαφέρουμε σ’αυτά που ακούμε και γενικά ψάχνουμε διαφορετικά πράγματα. Τα ακούσματα είναι αυτά που σε επηρεάζουν και διαμορφώνουν τον ήχο σου συνειδητά ή υποσυνείδητα.
X-Jeremy: Μας αρέσει και το έχουμε ανάγκη να πειραματιζόμαστε με διάφορα πράγματα, με τον ήχο και τη μουσική.
Πόσο εύκολα μπορεί να «ευημερήσει» σήμερα ένα εναλλακτικό συγκρότημα στην Ελλάδα;
Sak: Χρειάζεται πολύ υπομονή και προσπάθεια...
Jay: Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα απ’ότι τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και πάλι είναι δύσκολο. Τα πρώτα χρόνια πρέπει να υπάρχει η οικονομική δυνατότητα από το ίδιο το συγκρότημα να στηρίζει αυτό που θέλει να κάνει, να πληρώνει ακόμη και για τα έξοδα των ίδιων των συναυλιών του... Θέλει πολύ χρόνο και αγάπη γι’αυτό που κάνεις.
X-Jeremy: Αν θες πραγματικά να κάνεις κάτι, πρέπει να απευθυνθείς σε κοινό έξω από την Ελλάδα. Και δεν είναι τόσο απλό, αφού δεν έχει νόημα να παίξεις στο εξωτερικό μπροστά σε διακόσιους Έλληνες φοιτητές. Θέλει οργάνωση, διαφήμιση και γενικά όλες τις κατάλληλες κινήσεις από το μάνατζερ. Τώρα βγάζουμε τους δίσκους μας σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η Αυστρία.
Ποιά βλέπετε να είναι η κατεύθυνση του ήχου σας στο μέλλον;
X-Jeremy: Με περισσότερα “ψηλά”...(γέλια)
Δεν γνωρίζεις με τί θα κολλήσεις αργότερα και πώς θα βλέπεις τότε τα πράγματα. Έχει να κάνει πολύ με τα ακούσματα.
Sak: Δεν μπορείς να το ξέρεις. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να δεις που ήταν ο ήχος πριν, που έχει φτάσει τώρα και μετά βλέπεις.
Jay: Όταν είναι να ξεκινήσουμε τη διαδικασία παραγωγής κομματιών θα έρθουν μόνα τους. Δεν μας αγχώνει...
Πόσο βοηθάει η ελληνική πραγματικότητα την έμπνευσή σας;
Sak: Δε βαριέσαι... (γέλια)
Πολλά πράγματα μας ενοχλούν, γιατί διαπιστώνουμε ότι είμαστε μειονότητα, χωρίς να το θέλουμε ή να είναι επιλογή μας.
Το “Who’s gonna tell Juliet?” κυκλοφορεί από την Celesta.
Χάρης Αποστολόπουλος |