|
|
|
|
PERPETUAL FLAME
|
Ναι λοιπόν, το παραδέχομαι: Ήμουν αρνητικά προκατειλημένος σχετικά με την πρόσληψη του Tim “Ripper” Owens ως τραγουδιστή για το νέο δίσκο του Yngwie και σχεδόν σίγουρος πως θα αποτύχει παταγωδώς να ανταποκριθεί σ’αυτό το ρόλο..
Όχι πως αμφέβαλλα για την ποιότητα του εν λόγω frontman, αλλά όπως και να το κάνουμε, η μουσική του Malmsteen απέχει πάρα πάρα πολύ απ αυτό στο οποίο ειδικεύεται ο Owens. Ούτε ξερό metal, ούτε Priestικές αναφορές, ούτε περιθώρια για τσιρίδες υπήρχαν. Αντίθετα ο Ripper θα έπρεπε να κάνει κάτι το οποίο του ήταν εντελώς ξένο: να βγάλει συναίσθημα. Ναι, να βγάλει τη γλύκα που είχαν στη φωνή τους οι προηγούμενοι τραγουδιστές που πέρασαν απ τη μπάντα του μαέστρου και είναι απαραίτητη για την εκλεπτυσμένη φύση του neoclassical.
Και μη μιλήσω για τα “ιερά τέρατα” Boals, Soto, Edman και Turner που έγραψαν ιστορία πίσω απ τα μικρόφωνα και δίπλα στο Σουηδό (και όχι μόνο) αλλά και οι υπόλοιποι Vescera, Leven και White είχαν αυτό το προσόν άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Όπως και να χει, ήλπιζα πως ο Yngwie θα συνέθετε κομμάτια στο στυλ του Magnum Opus αφού αυτή η τραχύτητα και ένταση, σε συνδυασμό με το επικό στοιχείο των ερμηνειών του Vescera στο συγκεκριμένο δίσκο είναι το μόνο που, ίσως, θα μπορούσε να κάνει ο Owens χωρίς να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Εν τέλει , καί αυτό, συνέβη αλλά και πάλι.. πως να το κάνουμε? Απλά ο άνθρωπος ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ!
Στο άλμπουμ -που ποιοτικά είναι πάνω-κάτω στα ίδια με το προηγούμενο, αν εξαιρέσουμε τα φωνητικά- υπάρχουν κομμάτια που με κάποιον άλλο τραγουδιστή θα μπορούσαν να απογειωθούν. To “Priest Of The Unholy” για παράδειγμα, με κάποιον σαν τον Nils Patrik Johansson (Astral Doors, Space Odyssey, Lion’s Share, Wuthering Heights) θα ήταν συνταρακτικό!Τόσοι τραγουδιστές υπάρχουν! Κακά τα ψέματα, ο Yngwie μπορούσε να πάρει όποιον ήθελε, και επέλεξε τον συγκεκριμένο για εμπορικούς, προφανούς, σκοπούς. Δεν του βγήκε όμως. Τα κάνει κάτι τέτοια ο Yngwie.. Eδώ έδιωξε στα μέσα της περιοδείας τη μεγαλύτερη φωνή, αυτή τη στιγμή, στο metal, τον Jorn Lande, χωρίς να φταίει κιόλας. Είναι κρίμα όμως. Γιατί, όπως είπα, καλά κομμάτια υπάρχουν, και απο riffάρες άλλο τίποτα.
Και η παραγωγή του Roy Z είναι η καλύτερη σε δίσκο του Yngwie εδώ και πολύ καιρό. Ο ίδιος όμως αδικεί τον εαυτό του: Απο τη μία ο Owens, απο την άλλη τα σόλο που ακούγονται “στο πόδι” και ανέμπνευστα.. μετατρέπουν έναν “δυνάμει” πολύ καλό δίσκο σε “ενεργεία” μετριότητα ακόμη και για φανατικούς οπαδούς του Σουηδού, όπως ο υπογράφων.
Κώστας Λιανίδης |