|
|
|
|
Βάκχες του Ευρυπίδη
|
ΒΑΚΧΕΣ του Ευριπίδη, στο θέατρο ΠΟΡΕΙΑ Αθηνών.
« Οι Βάκχες είναι η τραγωδία των Ελλήνων, των αρχόντων και των λαών»
Με τη δική μας τραγωδία των τελευταίων ημερών να σέρνεται ως βαρύ φορτίο στη πλάτη μας, η περίεργη ησυχία που διαδέχτηκε την εβδομάδα των γεγονότων που σημάδεψαν την Αθήνα και ολόκληρη την Ελλάδα, μας έβγαλε την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου από το καβούκι μας, οδηγώντας μας σε μια ¨φερόμενη¨ ως απαγορευμένη ζώνη, κάπου κοντά στη πλατεία Βικτωρίας, λίγο πιο κάτω από τον χώρο του Πολυτεχνείου.
Με γοργό λοιπόν βήμα και, παραβλέποντας τα στοιχισμένα ματ που βρήκαμε στο δρόμο μας, φτάσαμε στο θέατρο ΠΟΡΕΙΑ για να υποδεχτούμε μια ιδιαίτερη παραλλαγή της γνωστής Ευριπίδειας τραγωδίας των Βακχών από την αυστριακή σκηνοθέτιδα Rennate Jett που παρουσιάζεται στη πρωτεύουσα εδώ και περίπου είκοσι μέρες.
Με δυσκολία αντιμετωπίσαμε την αποφυγή παραλληλισμών, αφού οι Βάκχες, μια ιστορία οργής και μανίας που παραφύλαγε στα ξακουστά βουνά του Κιθαιρώνα και έσπερνε τον πανικό με τα τερτίπια των ξέφρενων μαινάδων που παρασύρονταν από το μεθύσι του θεού Διόνυσου που έφθασε στη χώρα της Λυδίας για να χειραγωγήσει τα πλήθη, αποτελεί – εκτός των άλλων – και μια ιστορία η οποία θίγει παράλληλα την άγνοια, τη βλακεία και την ανικανότητα της εξουσίας να αντιμετωπίσει μια νέα και μαζική πρόκληση των ατόμων να ενωθούν σε ένα συλλογικόον, που το οποίο με τη σειρά του πλήττει στα δικά της μάτια τη φαινομενικά ήρεμη και με τάξη δομημένη κοινωνία.
Παρότι είχαμε παρακολουθήσει και στο παρελθόν τις Βάκχες, το κίνητρο ήταν μεγάλο καθώς αναφερόμαστε σε μια παράσταση που καμία σχέση δεν διατήρησε με τη παραδοσιακή χλαμύδια άποψη της αρχαίας τραγωδίας, αντιθέτως, είχαμε να κάνουμε με μια στριφνή – με τη καλή έννοια- ακραία παρουσίαση εκμοντερνισμένου και κατά κάποιο τρόπο φετιχιστικού μινιμαλισμού, από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τον φωτισμό ως την ενδιαφέρουσα μουσική του συνθέτη και ηθοποιού Sylvain Jacques (γνωστός και από το συγκρότημα The Ensemble) και τους ερωτικούς, σχεδόν σεξουαλικούς αλαλαγμούς του τριμελούς βακχικού χορού. Υποψιασμένοι λοιπόν, για το πόσο «πράξη μίμησης σπουδαία και τελεία» όπως μας μάθαιναν στο σχολείο θα είναι τούτη η τραγωδία, μείναμε τελικά προβληματισμένοι μεν, ικανοποιημένοι δε από την α μη τι άλλο ισχυρή προσπάθεια και τη πρωτότυπη σκηνοθετική αρτιότητα της παράστασης.
« Οι δυνάμεις που δίνουν σχήμα στη ζωή μας, ή, την καταστρέφουν, βρίσκονται έξω από τη δικαιοδοσία του λογικού ή της δικαιοσύνης…»
Όσον αφορά το υποκριτικό κομμάτι, γνωστές και λιγότερο γνωστές φυσιογνωμίες του ελληνικού και όχι μόνο θεάτρου, φάνηκαν πως μάλλον είχαν ρίξει τόνους σκληρής δουλειάς για αυτό το εγχείρημα. Ο Δημήτρης Τάρλοου – που εκτελεί τα τελευταία χρόνια και χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή της θεατρικής εταιρείας Δόλιχος- έθεσε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του βασιλιά Πενθέα που κατασπαράχθηκε από τα χέρια της ίδιας του της μητέρας, της Αγαύης (Ναταλία Καποδίστρια), με ένα υπεροπτικό και σχεδόν ναζιστικό παρουσιαστικό που δήλωνε όμως σαφέστατα τη ναρκισσιστική ανοησία του άρχοντα που ξεγελιέται και οδηγείται σε βίαιο θάνατο από το Θεό Διόνυσο (Νικόλαος Ελευθεριάδης). Τη θετικότερη όμως εντύπωση μας έκαναν τόσο ο ¨δικός¨ μας Blaine Reininger των Tuxedomoon που πλαισίωνε τον θίασο και έδινε το δικό του στίγμα με τα εναρκτήρια λόγια σε σπασμένα ελληνικά όσο και ο εβδομηντατετράχρονος αυστριακός ηθοποιός Jurgen Stossinger στον ρόλο του μάντη Τειρεσία που απήγγειλε τους χρησμούς του, σε ακόμη πιο σπασμένα ελληνικά.
Το ασύνηθες με τις Βάκχες είναι ότι αν και αρχαία τραγωδία, κατέχει την ιδιαιτερότητα να σε αφήνει στο τέλος με το ανεκπλήρωτο μιας κάθαρσης που δεν έρχεται ποτέ, μιας αψυχολόγητης συγκράτησης του θρήνου και του χαμού. Και όπως μας προετοιμάζει και ο Reininger στην αρχή της παράστασης, όλοι έχουμε μέσα μας ένα Διόνυσο. Κανείς όμως ως τώρα δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά αν ο Διόνυσος, προϊόν του ασυνειδήτου, έσπρωχνε τον κόσμο προς την τάξη ή προς το χάος. Κάτι σαν τις σπασμένες βιτρίνες…
Ειρήνη Καραχρήστου |