|
|
|
|
THE CLOSER YOU GET
|
Το 5μελές σχήμα από το Nottingham επανέρχεται με έναν σπουδαίο δίσκο. Το δεύτερο αυτό άλμπουμ τους έρχεται ως ώριμη κατάθεση, μετά από το πραγματικά εκπληκτικό πρώτο τους (the things we make). Oι SIX BY SEVEN δεν είναι πιτσιρικάδες φερέλπιδες, αλλά αντίθετα μία παρέα που έχει εντρυφήσει στη μουσική των βρεττανικών νησιών και ξέρει να αφομoιώνει τα καλύτερα στοιχεία της μουσικής ιστορίας μέσα από μία ζώσα δημιουργικότητα, μία εμπνευσμένη επεξεργασία, μία σπουδαία αποτελεσματικότητα ώστε να φτιάχνει έναν πολύ καλό δίσκο. Τους SIX BY SEVEN τους είδαμε στην Ελλάδα πριν από 3 σχεδόν χρόνια, σε ένα τρομερό βράδυ κατακλισμού όπου πνίγηκε η Αθήνα, αλλά αρεκετός κόσμος έτρεξε βρεγμένος τότε στο Ρόδον για να δει από κοντά το group που του έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Ο δίσκος περιέχει 12 τραγούδια που στα περισσότερα στέκουν μεγαλόπρεπα οι κιθάρες, άλλοτε με οργιαστικό τρόπο, άλλοτε πιο λιτά, αλλά πάντοτε αντιληπτές, ακόμη και στα 2 ήσυχα του the closer you get. Το ξεκίνημα είναι ιδανικό, με το τρομερά δυναμικό eat junk become junk, όπου σε συνεπαίρνει από τον πρώτο κιόλας κτύπο. Λίγο πιο punk το επόμενο sawn off metallica t-shirt, κοντά στον ήχο του αγγλικού πανκ των προηγούμενων δεκαετιών, ακόμη και η φωνή σε παραπέμπει εκεί. Το κορυφαίο του δίσκου είναι το ten places to die, ένα χαωτικό κιθαριστικό ξέσπασμα, έτσι όπως σε είχαν συνηθίσει οι Spacemen 3, για να πω τους γνωστότερους. Πανέμορφο, και το είχαμε γνωρίσει πριν από πολλούς μήνες ως σίνγκλ και τότε μας είχε ξετρελλάνει (παρεπιτόντως αν βρείτε το single κτυπήστε επίσης καθώς πέραν από το ομόνυμο έχει άλλα 2 πολύ καλά τραγούδια συν μία ωραία διασκευή στο Helen των Βowie και Εno). Η συνέχεια ανήκει στο επικό new year, στην μπαλαντούλα one easy ship away, με τα γελάκια στο ενδιάμεσο, και μετά η επίθεση ξαναρχίζει, οι κιθάρες οπλίζονται και στην αρχή δοκιμαστικά στο my life is an accident, κορυφώνονται πριν από το τέλος του ατυχήματος, πριν έρθει η τροχαία, πριν ανταλλάξουμε δηλώσεις, γκαζώνουν και φεύγουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα με το κλασσικό σπορ αγγλικό, όμορφο και γρήγορο μοντέλο του don?t wanna stop (ποιος θέλει ρε παιδιά, γκαζώστε) και έτσι κολλητά χωρίς ανάσα πάνε στην επόμενη πίστα στο slab square με αυξημένες κολιές και κραυγές από τα ανοιχτά παράθυρα. Όταν ομιλούμε για κιθαριστικές χαλιναγωγίες εδώ είμαστε, φεύγω και έρχομαι όποτε θέλω, καβαλάω κράσπεδα και αποφεύγω τους απορημένους πεζούς και τους έφιππους περίεργους. Πέραν της δύναμης, πανέμορφο είναι το πιο soft England and a broken radio, που ίσως είναι η καλυτερη μουσική συντροφιά στα όνειρα που κάνουμε στη φάση ενός βαθύ ύπνου ανάμεσα στις 3 και 4 τα ξημερώματα. Ένα πολύ γλυκό τραγούδι, με τη φωνή χαμηλά και απόμακρη σαν να δίνει οδηγίες για τις καλύτερες περιπλανήσεις σου, έστω και αν αυτές κρατούν μόλιες 5 λεπτάκια και 20 δευτερόλεπτα. Λίγο hammond για τη συνέχεια και μπίτια στο ερωτικότατο ως προς τον τίτλο another love song, αλλά χορευτικότατο για ξέσπασμα, χαρούμενο, ξένιαστο, σαν να θέλεις να ξεδώσεις, να περιστραφείς, να χαθείς, να βυθιστείς, να αναπηδήσεις με δύναμη στο χαλάκι του δωματίου σου με ανυψωμένα χέρια, αποφεύγοντας τοίχους και φωτιστικά. Σήκω και χόρεψέ το, δυνάμωσε την ένταση και θα εκπλαγείς με το ότι το κομμάτι αυτό σου δημιουργεί δίνη φυγής, κλείσε τα μάτια και φύγε, απογειώσου. Είναι τέλειο όταν ένα εύκολο τραγούδι σε κάνει να νιώσεις έτσι. Κάντο, βάλτο τέρμα και χόρεψε. Κλείνουμε τον δίσκο με το ξεκούραστο, αλλά mogwai, overnight success, με το μονότονο και επίμονο και καθηλωτικό τέμπο της κιθάρας, σαν βιδίτσα που μπαίνει στον τοίχο, αλλά όσο και να τη σφίξεις το ντουβάρι δεν πονά, αν την καρφώσεις στον καρπό σου θα ουρλίαξεις αλλά στον τοίχο πάπαλα. Πολύ χαλαρό το αποχαιρετιστήριο 100 & something foxhall road, μία γλυκιά μελωδία. Συμπερασματικά, ξαναδιαβάστε την κριτική και θα δείτε γιατί μου άρεσε τόσο αυτός ο δίσκος, λυρικός, δυναμικός, ευαίσθητος, γλυκός, ζωντανός, χάρμα.
Κυριάκος Σκορδάς |