|
|
|
|
Ο ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΟΣ
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Πέτρος Μάρκαρης ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Νίκος Πολίτης Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΤΟΥ «ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΟΥ» Αν και δεν μπορούμε να κατατάξουμε το έργο του Μπέρνχαρντ στο θέατρο του παραλόγου, ο τρόπος, που η σκηνοθεσία της παράστασης φώτισε τις αντιστοιχίες του μ? αυτό, μας προκαλεί να το εξετάσουμε και υπό αυτό το πρίσμα. Το θέατρο του παραλόγου, που εμφανίστηκε ως ρεύμα το 1950 και απορρόφησε για δύο δεκαετίες ολόκληρη τη θεατρική πρωτοπορία, προέκυψε από την αντίληψη, ότι ο κόσμος είχε χάσει το όραμά του. Γιαυτό και οι κύριες καταστάσεις, που εξέφρασε, ήταν η απελπισία, το αδιέξοδο, η αποσύνθεση του ανθρώπινου λόγου, η έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας και προπάντων η μοναξιά. Ήδη το κείμενο του «Θεατροποιού» μας δείχνει ότι ο Μπέρνχαρντ δεν έμεινε ασυγκίνητος από αυτές τις καταστάσεις. Στο έργο αυτό, η απελπισία και το αδιέξοδο προκύπτουν απτην αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή καλλιτεχνική ευαισθησία του θεατροποιού, του Μπρουσκόν, και στη θλιβερή αποτυχία, που του επιφυλάσσεται. Ο Μπρουσκόν, ηθοποιός του κρατικού θεάτρου, περιοδεύει στην επαρχία με το θιασό του, που απαρτίζεται απο μέλη της οικογενείας του και παρουσιάζει ένα φιλόδοξο κείμενο, γραμμένο απτον ίδιο. Στην εγκαταλειμμένη αίθουσα του πανδοχείου ενός χωριού, που πρόκειται να ανεβάσει την παράστασή του, βρίσκεται για ακόμη μια φορά αντιμέτωπος με την καλλιτεχνική πανωλεθρία. Η αίθουσα αυτή, βρώμικη και σκοτεινή με σωρούς ταριχευμένα κέρατα, με τη μυρωδιά των ζωοτροφών και την ηχητική υπόκρουση των γρυλισμάτων των γουρουνιών, είναι ο κατάλληλος χώρος, για να πατήσει η παραβολή του Μπέρνχαρντ με θέμα την τέχνη σε έναν κόσμο, που την εχθρεύεται. Αλλωστε, η απελπισία και το αδιέξοδο του Μπρουσκόν είναι η ίδια απελπισία και το αδιέξοδο του Μπέρνχαρντ, γιατί ο Μπέρνχαρντ είναι ο Μπρουσκόν. Εντύπωση κάνει στο κείμενο η εμμονή του Μπέρνχαρντ στη μονολογική μορφή. Η σκηνοθεσία της παράστασης φάνηκε, ότι ασχολήθηκε μεθοδικά με την εκφορά του μονολόγου του Μπρουσκόν, που δεν είναι τίποτα άλλο από μία εκβαθέων ερωτική εξομολόγηση στο θέατρο. Έτσι, πέτυχε να σκιαγραφήσει τη ματαιοδοξία του εγωκεντρικού καλλιτέχνη, το πάθος του για την τέχνη, ένα πάθος, που του χαρίζει νόημα ύπαρξης. Μονολογεί ακατάπαυστα για να δηλώσει την ύπαρξή του. Μιλάει άρα υπάρχει. Παθιάζεται άρα ζει. Όμως δεν συνδιαλέγεται. Και επομένως, είναι μόνος. Η μοναξιά αυτή, η έλλειψη επικοινωνίας, τονίστηκε ακόμη περισσότερο με την παρουσία γύρω του ατόμων-τύπων χωρίς αληθινή ψυχολογική υπόσταση και βάθος. Μόνο έτσι η σκηνοθεσία σιγούρεψε, ότι οι φιγούρες αυτές -με εξαίρεση την κυρία Μπρουσκόν- θα είναι ανίκανες να αντισταθούν και να αντιδράσουν. Μόνο έτσι ο λόγος του δε θα ξεσήκωνε τον αντίλογο, ο οποίος θα αποτελούσε ίσως μια πρώτη μορφή επικοινωνίας. Με την ανάγνωση αυτή, λοιπόν, ο Μπρουσκόν αναδείχθηκε ένας εξουσιαστικός τύραννος, πράγμα που κατέστησε τη μοναξιά του ακόμα πιο τραγική. Η ύπαρξη, επομένως, των δευτερευόντων ρόλων, που στο κείμενο αποτελούν ένα είδος πρώτου κοινού, που ακούει την χιλιοειπωμένη κατάθεση του Μπρουσκόν για την τέχνη της θυμέλης, στην παράσταση έπαιξε επιπλέον το ρόλο ενός καθρέφτη, που μετέφερε στην πλατεία την αντανάκλαση του μοναχικού καλλιτέχνη χωρίς καμία παραμόρφωση. Ευρηματικός ήταν ο τρόπος, που σιγα-σιγά συντελέστηκε η απομυθοποίηση της τέχνης του θεάτρου. Λίγο πριν το τέλος, μας αποκαλύφθηκε το πίσω μέρος της αυλαίας, το μαγειρείο της μαγείας. Η απομυθοποίηση αυτή στάθηκε το κατάλληλο έδαφος για την ολοκλήρωση της παραβολής του Μπέρνχαρντ, που τελείωσε, με τη ματαιοδοξία του θεατροποιού να συναντά τη ματαίωση της παράστασής του, λόγω πυρκαγιάς, Μια κατάληξη η οποία, κατέδειξε τελικά τη ματαιότητα όλων. Λίλα Καρύδη
Εξωτερικός Συνεργάτης |