|
|
|
|
ΟΙ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ
|
Μετά το γαστριμαργικό όργιο των Χριστουγέννων (η γαλοπούλα από μόνη της είναι μπλιαχ αλλά μπροστά στη γέμιση πάντα λυγίζω) και τον φρικτό τυμπανισμό που ακολούθησε, αποφάσισα να κάνω για λίγο κράτει (μέχρι μεθαύριο δηλαδή, μην φανταστείτε ότι θα το γυρίσω στη σαρανταήμερη νηστεία τώρα) και να τραφώ με κάτι προπέρσινα (λέμε τώρα) μήλα και κάτι σουφρωμένα καρότα που βρήκα στο ψυγείο. Ήδη (11 το πρωί) γουργουρίζει η κοιλιά μου αλλά λέω να δείξω χαρακτήρα και να μην χτυπήσω τα τυράκια που έχω κρατήσει. Πιο ύστερα δε, λέω να κατέβω στην Πρωτοπορία για κανένα βιβλίο, μια και έχω ξεμείνει και αυτές οι μέρες είναι ό,τι πρέπει για διάβασμα. Και μακάρι να μου έρθει η έμπνευση για κανένα καλό, όπως αυτό που τελείωσα τις προάλλες, το « Οι Αναστημένοι » του Ίαν Ράνκιν ( Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003 ).
Παρόλο που ο συγγραφέας είναι από του πλεόν γνωστούς σύγχρονους μυθιστοριογράφους που ασχολούνται με την αστυνομική λογοτεχνία, εντούτοις εγώ δεν τον ήξερα και δυστυχώς δεν είχα διαβάσει ούτε το προηγούμενο μεταφρασμένο στην Ελλάδα βιβλίο του «Οι Καταρράκτες» με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Ρέμπους.
Οι Αναστημένοι έχουν ως πρωταγωνιστή και πάλι τον Ρέμπους ο οποίος καλείται να διελευκάνει δύο φόνους, εκείνο του Ερικ Λόμαξ, ενός κακοποιού που βρέθηκε δολοφονημένος σε μια κακόφημη συνοικία, και τον άλλο του Εντουαρντ Μάρμπερ, εμπόρου τέχνης που σκοτώθηκε έξω από το σπίτι του. Στην προσπάθειά του αυτή έρχεται αντιμέτωπος με τέσσερις διεφθαρμένους και άκρως επικίνδυνους αστυνομικούς οι οποίοι βρίσκονται, όπως άλλωστε και ο Ρέμπους, στο Τουλαλάν, όπου τους γίνονται σεμινάρια επιμόρφωσης για να μην υποπέσουν ξανά σε πειθαρχικά παραπτώματα. Από τη θέση αυτή, ο Ρέμπους προσπαθεί να ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί αυτοί είναι αναμεμιγμένοι στους δύο παραπάνω φόνους καθώς επίσης και τις διασυνδέσεις τους με τον κόσμο της πορνείας και των ναρκωτικών.
Αν και το μυθιστόρημα έχει άκρως ενδιαφέρον θέμα, εντούτοις ο Ράνκιν φλυαρεί σε ορισμένα σημεία σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο κουράζει αλλά μάλλον νευριάζει τον αναγνώστη, σε σημείο μάλιστα να θέλει να το εγκαταλείψει (προσωπική εμπειρία το τελευταίο). Το βιβλίο τραβάει σε μάκρος, χωρίς ουσιαστικά να το χρειάζεται, μια και περισσότερη προσοχή στο θέμα και στα γεγονότα, παρά στους διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών θα ήταν ευχής έργο. Παρόλα αυτά, η αστυνομική πλοκή είναι πολύ καλά δομημένη χωρίς να αφήνει κενά, δίνοντας στον αναγνώστη άριστη αντίληψη για το ποια πρόσωπα εμπλέκονται στους φόνους και για τον τρόπο με τον οποίο α) έγιναν οι φόνοι και β) διελυκάνθηκαν. Τα τελευταία, που αποτελούν και το σημαντικότερο τμήμα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μαζί με τις αναφορές του συγγραφέα σε κορυφαίους δίσκους σπουδαίων καλλιτεχνών (βλ. Van Morrisson) είναι αυτά που καθιστούν το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα αστυνομικά που διάβασα τελευταία.
Δέσποινα Καβουσανάκη |