|
|
|
|
21 ΓΡΑΜΜΑΡΙΑ
|
Να, είδατε τι σας έλεγα; Το περιβόητο προγραμματάκι της Κυριακής άλλαξε επιτέλους, και αυτό γιατί το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε είχε έναν καιρό φανταστικό, εκπληκτικό, αριστούργημα κλπ κλπ (από τον ενθουσιασμό μου στέρεψα από επίθετα) οπότε και την κοπάνησα για λίγο από την Αθήνα. Ανέβηκα Θεσσαλονίκη, και για μια στιγμή φοβήθηκα ότι τα πράγματα εκεί δεν θα είναι εξίσου καλά όσο στο Νότο, αλλά ευτυχώς να και μία φορά που αυτή η πόλη με αποζημίωσε. Γιατί για τα άλλα να μην πω καλύτερα, κλάφτα Χαράλαμπε, που λένε, και ακόμα παραπέρα. Τέλος πάντων, δεν αρχίζω τώρα με τη Θεσσαλονίκη γιατί οι απανταχού Θεσσαλονικείς θα αρχίσουν να με κατακεραυνώνουν με τη σκέψη τους (πάλι καλά που η φωτογραφία μου δεν έχει βγει ακόμα στο δίκτυο –δεν ανησυχώ όμως έχω βάσιμες ελπίδες ότι σε λίγο θα γίνω παγκοσμίως διάσημη- ειδάλλως θα είχε καθηλωθεί σαν το καρπούζι του Outlook ένα πράμα. Και εντάξει μπορεί να μην έχω κανένα πρόβλημα για το τι βρίσκει sexy κάποιος αλλά μέχρι εκεί η ανοχή μου. Κάτω στις βρισιές αγνώστων προσώπων!!) οπότε λέω να σταματήσω εδώ. Άντε γιατί πολύ επεκτάθηκα πάλι και δεν θα μου μείνει καθόλου χώρος για να θάψω την τελευταία ταινία που είδα προχθές στο σινεμά.
Η ταινία είναι το 21 Γραμμάρια του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου (2003) (δεύτερη παρένθεση: μέχρι τώρα δεν εμπιστευόμουνα γυναίκες με διπλό επίθετο όπως Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα ή Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου ας πούμε, τώρα νομίζω ότι η αντιπάθειά μου αυτή θα επεκταθεί και στους άντρες) η οποία βγήκε την Παρασκευή στις αίθουσες και έτρεξα κι εγώ σαν τον μαλάκα (συγγνώμη, παραφέρθηκα) να την δω πρώτη πρώτη.
Ο σκηνοθέτης περιγράφει τις ιστορίες τριών ανθρώπων οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους εξαιτίας ενός συγκεκριμένου γεγονότος και οι οποίες έχουν κοινό το ζήτημα του θανάτου. Η μία ιστορία έχει να κάνει με ένα καρδιοπαθή (Σον Πεν) ο οποίος χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση καρδιάς διαφορετικά θα πεθάνει από καρδιακή ανεπάρκεια, η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει με μία καταθλιπτική μαμά (Ναόμι Γουότς) η οποία χάνει όλη της την οικογένεια λόγω ενός απρόσεκτου πρώην κατάδικου (Μπενίτσιο ντελ Τόρο) ο οποίος και τους σκοτώνει με το αυτοκίνητό του. Ο τελευταίος δε, λόγω του πρόσφατου προσηλυτισμού του σε μία θρησκευτική αίρεση, θα πειστεί ότι ο Θεός (με κεφαλαίο το έγραψα, να μην έχουμε κανένα μπέρδεμα με κανένα θεούση/α, φτάνει το Outlook) τον έβαλε να σκοτώσει ώστε να τιμωρηθεί για τις προηγούμενες αμαρτίες του. Ήρθαμε και δέσαμε δηλαδή! Τώρα αν εσάς αυτό το τρίπτυχο σας φαίνεται δελεαστικό, τότε τι να σας πω. Πάτε να τη δείτε.
Βέβαια, η ταινία δεν αρχίζει και τελειώνει στο δέσιμο των τριών ιστοριών μεταξύ τους (καλά θα ήτανε), αλλά εξελίσσεται κιόλας σε μία εντελώς βαριά ατμόσφαιρα γεμάτη κλάματα, στενοχώριες, προβλήματα και θάνατο πάνω από όλα. Όπως λέει και ο Π. Παναγόπουλος στην Καθημερινή «..μπορεί ο Ιναρίτου να χειρίζεται την ταινία με αξιοθαύμαστη μαεστρία, αλλά όμως η τραγική ιστορία σε πιάνει από το λαιμό απ΄ την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν έχει παύσεις, αναπνοές, γι αυτό και το συναισθηματικό της φορτίο γίνεται τόσο αφόρητο, ώστε να το αποβάλλεις σαν ακατάλληλο μόσχευμα.» Κάπως έτσι αισθάνθηκα κι εγώ μετά την ταινία, η οποία μετά και από ένα Jameson, ξεχάστηκε τελείως. Το επόμενο πρωινό δε, ήταν αρκετό για να με κάνει να αισθανθώ ακόμα καλύτερα και να πάρω έτσι το λεωφορείο για το ταξίδι μου στο Βορρά.
Δέσποινα Καβουσανάκη |