|
|
|
|
Bob Dylan H ζωή μου + ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ του βιβλίου
|
Bob Dylan H ζωή μου
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου, Νίκη Προδρομίδου
(σελ. 384, τιμή 15,00 €)
«Ερχόμουν από πολύ μακριά και είχα ξεκινήσει από πολύ χαμηλά. Τώρα όμως η μοίρα ετοιμαζόταν να μου φανερωθεί. Ένιωθα ότι κοιτούσε εμένα και κανέναν άλλο».
Στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του με τίτλο Η ζωή μου, ο Bob Dylan εμβαθύνει σε κρίσιμες φάσεις της ζωής και της σταδιοδρομίας του. Βλέπουμε λοιπόν το Γκρίνουιτς Βίλατζ με τα μάτια του Dylan, ο οποίος μας διηγείται με ειλικρίνεια πώς ένιωσε το 1961, όταν έφτασε για πρώτη φορά στο Μανχάταν. Η Νέα Υόρκη του Dylan είναι μια μαγική πόλη με χιλιάδες ευκαιρίες, ολονύχτια πάρτι μέσα σε καπνούς τσιγάρων, λογοτεχνικές αφυπνίσεις, πρόσκαιρους έρωτες και αδιάρρηκτες φιλίες. Κάθε τόσο, ο Dylan διακόπτει τις ελεγειακές παρατηρήσεις του για να παρεμβάλει αναμνήσεις, διεισδυτικές και σκληρές. Μαζί με τις αφηγήσεις για τα ταξίδια που έκανε στη Νέα Ορλεάνη, το Γούντστοκ, τη Μινεσότα και άλλα μέρη της δύσης, το βιβλίο αυτό συνιστά την έντονα προσωπική αναπόληση μιας σπάνιας εποχής.
Η ζωή μου διά χειρός Bob Dylan είναι μια εξιστόρηση, άλλοτε αποκαλυπτική, άλλοτε ποιητική, παθιασμένη και πνευματώδης, που μας ανοίγει ένα μαγικό παράθυρο στις σκέψεις και τις επιρροές του μεγάλου αυτού δημιουργού. Εκμεταλλευόμενος τα στοιχεία που έχουν σφραγίσει τη μουσική του, το απαράμιλλο αφηγηματικό ταλέντο και την έξοχη εκφραστικότητα, ο Bob Dylan μετατρέπει την αυτοβιογραφία του σε έναν συγκινητικό στοχασμό πάνω στη ζωή, στους ανθρώπους και τους τόπους που τον βοήθησαν να εξελιχθεί ως άνθρωπος και ως μουσικός.
Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από τον διεθνή Τύπο ως το παγκόσμιο εκδοτικό γεγονός της χρονιάς.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ του βιβλίου
«Ερχόμουν από πολύ μακριά και είχα ξεκινήσει από πολύ χαμηλά. Τώρα όμως η μοίρα ετοιμαζόταν να μου φανερωθεί. Ένιωθα ότι κοιτούσε εμένα και κανέναν άλλο».
Έτσι γράφει ο Bob Dylan στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του με τίτλο Η ζωή μου που εμβαθύνει σε κρίσιμες φάσεις της ζωής και της σταδιοδρομίας του. Βλέπουμε λοιπόν το Γκρίνουιτς Βίλατζ με τα μάτια του Dylan, ο οποίος μας διηγείται με ειλικρίνεια πώς ένιωσε το 1961, όταν έφτασε για πρώτη φορά στο Μανχάταν. Η Νέα Υόρκη του Dylan είναι μια μαγική πόλη με χιλιάδες ευκαιρίες· ολονύχτια πάρτι μέσα σε καπνούς τσιγάρων, λογοτεχνικές αφυπνίσεις, πρόσκαιρους έρωτες και αδιάρρηκτες φιλίες. Κάθε τόσο, ο Dylan διακόπτει τις ελεγειακές παρατηρήσεις του για να παρεμβάλει αναμνήσεις, διεισδυτικές και σκληρές. Μαζί με τις αφηγήσεις για τα ταξίδια που έκανε στη Νέα Ορλεάνη, το Γούντστοκ, τη Μινεσότα και άλλα μέρη της δύσης, το βιβλίο αυτό συνιστά την έντονα προσωπική αναπόληση μιας σπάνιας εποχής.
Η ζωή μου διά χειρός Bob Dylan είναι μια εξιστόρηση, άλλοτε αποκαλυπτική, άλλοτε ποιητική, παθιασμένη και πνευματώδης, που μας ανοίγει ένα μαγικό παράθυρο στις σκέψεις και τις επιρροές του μεγάλου αυτού δημιουργού. Η φωνή του είναι τυπικά αμερικάνικη: στρατευμένη και εκκεντρική, τη διακρίνει μουσικότητα και γενναιοδωρία πνεύματος. Εκμεταλλευόμενος τα στοιχεία που έχουν σφραγίσει τη μουσική του, το απαράμιλλο αφηγηματικό ταλέντο και την έξοχη εκφραστικότητα, ο Bob Dylan μετατρέπει την αυτοβιογραφία του σε έ-ναν συγκινητικό στοχασμό πάνω στη ζωή, στους ανθρώπους και τους τόπους που τον βοήθησαν να εξελιχθεί ως άνθρωπος και ως μουσικός.
Ο Dylan έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1961,
κάνοντας αμέσως αισθητή
την παρουσία του στη folk
κοινότητα του Γκρίνουιτς Βίλατζ.
«[...] Το μεγάλο αυτοκίνητο σταμάτησε στην άλλη άκρη της γέφυρας για να κατεβώ. Έκλεισα με δύναμη πίσω μου την πόρτα, έγνεψα ένα αντίο και άρχισα να βαδίζω βιαστικά πάνω στο σκληρό χιόνι. Ο τσουχτερός αέρας με χαστούκιζε στο πρόσωπο. Επιτέλους ήμουν εδώ, στη Νέα Υόρκη, μια πόλη που έμοιαζε με έναν ιστό υπερβολικά περίπλοκο για να τον καταλάβεις, κι εγώ δεν σκόπευα να προσπαθήσω.
Ήμουν εκεί για να βρω τραγουδιστές, αυτούς που άκουγα στους δίσκους: τον Dave Van Ronk, την Peggy Seeger, τον Ed McCurdy, τον Brownie McGhee με τον Sonny Terry, τον Josh White, τους New Lost City Ramblers, τον Αιδεσιμότατο Gary Davis, κι ένα σωρό άλλους – αλλά κυρίως για να βρω τον Woody Guthrie. Νέα Υόρκη, η πόλη που έμελλε να διαμορφώσει τη μοίρα μου. Τα σύγχρονα Γόμορα. Βρισκόμουν ακόμη στο σημείο εκκίνησης, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήμουν αρχάριος.
Ήταν καταχείμωνο όταν έφτασα. Το κρύο ήταν ανελέητο και όλες οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης ήταν πνιγμένες στο χιόνι, εγώ όμως είχα ξεκινήσει από τον κρυσταλλιασμένο Βορρά, από μια μικρή γωνιά της γης όπου τα σκοτεινά χιονισμένα δάση και οι παγωμένοι δρόμοι δεν με τρόμαζαν. Μπορούσα να υπερβώ τα όρια. Δεν γύρευα χρήματα ούτε αγάπη. Ήμουν σε πλήρη εγρήγορση, ήμουν πεισματάρης και ανυποχώρητος, ανεδαφικός και επιπλέον οραματιστής. Είχα τα μυαλά μου τετρακόσια και δεν χρειαζόμουν την επιβεβαίωση κανενός. Δεν γνώριζα ούτε ψυχή σ’ αυτήν τη μυστηριώδη και παγωμένη μητρόπολη, αλλά αυτό θα άλλαζε – και σύντομα, μάλιστα».
Το πραγματικό όνομα
του Bob Dylan
είναι Robert Zimmerman.
«Αυτό που σκόπευα να κάνω αμέσως μόλις έφυγα από το σπίτι μου ήταν να υιοθετήσω το όνομα Robert Allen. Στο μυαλό μου αυτός ήμουν – αυτό το όνομα μου είχαν δώσει οι γονείς μου. Έμοιαζε με όνομα σκοτσέζου βασιλιά και μου άρεσε. Αυτό το όνομα περιείχε σχεδόν όλα όσα ήμουν εγώ. Κάτι που με μπέρδεψε κάπως ήταν ένα άρθρο που διάβασα λίγο αργότερα στο περιοδικό Downbeat για ένα σαξοφωνίστα της Δυτικής Ακτής ονόματι David Allyn. Υποπτευόμουν ότι ο τύπος είχε αλλάξει την ορθογραφία από Allen σε Allyn και καταλάβαινα το λόγο. Με το y το όνομα έμοιαζε πιο εξωτικό, πιο αινιγματικό. Αυτό θα έκανα κι εγώ. Αντί για Robert Allen, θα ήμουν ο Robert Allyn. Λίγο αργότερα, ωστόσο, εντελώς αναπάντεχα, έπεσα πάνω σε μερικά ποιήματα του Dylan Thomas. Το Dylan και το Allyn έμοιαζαν ηχητικά. Robert Dylan. Robert Allyn. Δεν μπορούσα να αποφασίσω – το γράμμα D ακουγόταν πιο έντονα. Το Robert Dylan όμως δεν έδειχνε και δεν ακουγόταν τόσο καλά όσο το Robert Allyn. Ο κόσμος με φώναζε πάντοτε ή Robert ή Bobby, αλλά το Bobby Dylan μού ακουγόταν πολύ επιπόλαιο, και επιπλέον υπήρχε ήδη ένας Bobby Darin, ένας Bobby Vee, ένας Bobby Rydell, ένας Bobby Neely και ένα σωρό άλλοι Bobbys. Το Bob Dylan όμως και έδειχνε και ακουγόταν καλύτερο από το Bob Allyn. Την πρώτη φορά που με ρώτησαν το όνομά μου στις Δίδυμες πόλεις ενστικτωδώς και αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, απάντησα απλώς “Bob Dylan”.
Τώρα έπρεπε να συνηθίσω να με φωνάζουν Bob. Κανείς δεν με έλεγε έτσι ως τότε και μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να αρχίσω να απαντώ όταν κάποιος με φώναζε Bob. Όσον αφορά το όνομα Μπόμπι Τσίμερμαν, θα σας τα πω μια κι έξω, κι αν θέλετε, μπορείτε να το ελέγξετε. Ένας από τους πρώτους αρχηγούς των Αγγέλων της Κολάσεως του Σαν Μπερναρντίνο ήταν ο Μπόμπι Τσίμερμαν, ο οποίος σκοτώθηκε το 1964 στο ράλι της Λίμνης Μπέις· του έπεσε το σιλανσιέ από τη μηχανή του, αυτός έκανε αναστροφή μπροστά από το υπόλοιπο τσούρμο για να το πιάσει και σκοτώθηκε ακαριαία. Αυτό το άτομο δεν υπάρχει πια. Αυτό ήταν το τέλος του».
«Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς μου ήρθε η ιδέα να γράψω δικά μου τραγούδια. Δεν θα μπορούσα να δημιουργήσω κάτι εφάμιλλο, κάτι που να πλησιάζει έστω τους στίχους των folk τραγουδιών που τραγουδούσα, για να περιγράψω τα συναισθήματά μου για τον κόσμο. Φαντάζομαι ότι αυτό είναι κάτι που σου συμβαίνει σταδιακά. Δεν ξυπνάς ένα πρωί και αποφασίζεις ότι πρέπει να γράψεις τραγούδια, ειδικά όταν είσαι ήδη τραγουδιστής και ξέρεις ένα σωρό απ’ αυτά, ενώ καθημερινά μαθαίνεις κι άλλα. Μπορεί να σου τύχει η ευκαιρία να μετατρέψεις κάτι ― να αλλάξεις κάτι που ήδη υπάρχει σε κάτι εντελώς καινούργιο. Αυτό μπορεί να είναι μια αρχή. Μερικές φορές θέλεις απλώς να κάνεις κάτι με τον δικό σου τρόπο, να δεις ο ίδιος τι κρύβεται πίσω από τη θαμπή κουρτίνα. Δεν είναι ότι βλέπεις τα τραγούδια να περνάνε και εσύ τα φωνάζεις κοντά σου. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Θέλεις να γράψεις τραγούδια πιο αληθινά απ’ τη ζωή. Θέλεις να μιλήσεις για τα αλλόκοτα πράγματα που σου έχουν συμβεί, για τα αλλόκοτα πράγματα που έχεις δει. Πρέπει να μάθεις και να κατανοήσεις βαθιά κάτι, και μετά να προχωρήσεις πέρα από την καθημερινή γλώσσα. Μην νομίζετε ότι είναι μικρό πράγμα η ανατριχιαστική ακρίβεια που έβαζαν εκείνοι οι παλιοί όταν έφτιαχναν τα τραγούδια τους. Άλλες φορές, πάλι, ακούς ένα τραγούδι και το μυαλό σου τρέχει μπροστά. Βλέπεις μοτίβα ανάλογα με τον δικό σου τρόπο σκέψης. Ποτέ δεν είδα τα τραγούδια ως “καλά” ή “κακά”· μόνο ως διαφορετικά είδη καλών».
O John Hammond
ήταν ο παραγωγός
του πρώτου δίσκου του Dylan, ο οποίος είχε τίτλο
το όνομά του (κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1962).
«Είχα αρχίσει να παίζω στο πιο διάσημο folk κλαμπ της Αμερικής, το Gerde’s Folk City, δίπλα σε μια μπάντα bluegrass, τους The Greenbriar Boys, και ο κριτικός των Τάιμς της Νέας Υόρκης μού είχε γράψει μια εκθειαστική κριτική, στο ένθετο για τη folk και την jazz. [...] Το άρθρο δημοσιεύτηκε το βράδυ πριν από την ηχογράφηση της Carolyn, και την επομένη μέρα ο Hammond είδε την εφημερίδα. Οι ηχογραφήσεις πήγαν καλά και ενώ όλοι τα μάζευαν για να φύγουν, ο Hammond με κάλεσε στο κουβούκλιο του ηχολήπτη και μου είπε ότι με ήθελε στην Columbia. Απάντησα, μάλιστα, κι εγώ πολύ θα το ήθελα. Ένιωσα την καρδιά μου να εξακοντίζεται στον ουρανό, ως τα αστέρια ενός άλλου γαλαξία. Εσωτερικά άρχισα να παραπαίω, αλλά δεν το έδειξα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έμοιαζε πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Ολόκληρη η ζωή μου ετοιμαζόταν τώρα να αλλάξει τροχιά. Μου φάνηκε ότι είχαν περάσει αιώνες από τότε που καθόμουν στο διαμέρισμα του αδελφού της Φλο Κάστνερ, στη νοτιοανατολική Μινεάπολι, και άκουγα το άλμπουμ SpiritualstoSwing και τα τραγούδια του Woody Guthrie. Και τώρα, όσο απίστευτο κι αν ήταν, ήμουν καθισμένος στο γραφείο του ανθρώπου ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το άλμπουμ SpiritualstoSwing, και μου έδινε να υπογράψω συμβόλαιο με την Columbia».
Ύστερα από ένα ατύχημα
στις 29 Ιουλίου του1966,
ο Bob Dylan απομονώθηκε στο σπίτι του στο Γούντστοκ με την οικογένειά του
και τη σύζυγό του τη Σάρα.
«[...] Ζούσα ήδη μέσα στο σκοτάδι. Η οικογένειά μου ήταν το φως μου και σκόπευα να προστατέψω αυτό το φως με κάθε τίμημα. Σ’ αυτήν ήμουν αφοσιωμένος, πάνω και κάτω και πίσω απ’ όλα. Τι χρωστούσα στον υπόλοιπο κόσμο; Τίποτα. Τίποτα απολύτως, γαμώτο. Όσο για τις εφημερίδες; Κατέληξα ότι μπορείς απλώς να τους λες ψέματα. Για τα μάτια του κόσμου, ήμουν βουτηγμένος ως το λαιμό σε μια βουκολική και ανιαρή φάση. Στην κανονική μου ζωή, έκανα τα πράγματα που αγαπούσα περισσότερο, και αυτό μόνον είχε σημασία: οι αγώνες του παιδικού μπέιζμπολ, τα πάρτι γενεθλίων, να πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο, οι εκδρομές για βαρκάδα, για ράφτινγκ και κανό, για ψάρεμα… Ζούσα με τα χρήματα από τα δικαιώματα των δίσκων. Στην αληθινή ζωή ήμουν ασήμαντος – η εικόνα μου ήταν, δηλαδή. Κάποια στιγμή στο παρελθόν, είχα γράψει και είχα παίξει τραγούδια πρωτότυπα και ασυνήθιστα που είχαν επηρεάσει πολύ κόσμο· τώρα δεν ήξερα αν θα το ξανάκανα ποτέ – και δεν με ένοιαζε.
Ο ηθοποιός Τόνι Κέρτις μού είπε κάποτε ότι η φήμη είναι από μόνη της ένα επάγγελμα, ένα ξεχωριστό πράγμα. Ο Τόνι είχε απόλυτο δίκιο. Η παλιά εικόνα ξεθώριασε σιγά σιγά και με τον καιρό κατάφερα να ξεφύγω από το θόλο αυτής της μοχθηρής πίεσης. Όλο και κάποιους τίτλους μού κολλούσαν κάθε τόσο, τίτλους αναχρονιστικούς και ασήμαντους όσο σπουδαίοι κι αν ακούγονταν. Θρύλος, Είδωλο, Αίνιγμα (ο “Βούδας με τα ευρωπαϊκά ρούχα” ήταν ο αγαπημένος μου) – τέτοια πράγματα, αλλά δεν με πείραζε. Αυτοί οι τίτλοι ήταν ήπιοι και ακίνδυνοι, χιλιοειπωμένοι, μπορούσες εύκολα να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτούς. Προφήτης, Μεσσίας, Σωτήρας – αυτοί είναι οι δύσκολοι».
Atraktos.Net |