|
|
|
|
THE MACHINIST
|
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουνα, με την ευκαιρία μάλιστα των όσκαρ και δεδομένου ότι έχω να εμφανιστώ πολύ καιρό στο site να κάτσω να γράψω δυο τρία σχόλια για τα βραβεία, για το ποιοι ήταν οι νικητές της βραδιάς και το αν συμφωνώ με τις επιλογές της ακαδημίας και τέτοια χαζά για να περνάει η ώρα. Επειδή όμως χθες πήγα σινεμά (επιτέλους, μετά από δύο άκαρπες για μένα εβδομάδες επέστρεψα στους φυσικούς μου χώρους) λέω καλύτερα να σχολιάσω την ταινία που είδα, το Άγρυπνος του Μπραντ Άντερσον (ΗΠΑ-Ισπανία, 2003) παρά τη δίκαιη ομολογουμένως βράβευση του εξαιρετικού και πολύ όμορφου (δική μου παρεμβολή) Τζέιμι Φοξ για την ερμηνεία του ως τον γίγαντα Ray Charles στην ομότιμη ταινία.
Τέλος πάντων. Ας έλθουμε στο προκείμενο και συγκεκριμένα στην ταινία που καταρχήν με τράβηξε λόγω του τίτλου της. The Machinist λέγεται η ταινία στα αγγλικά (το Άγρυπνος είναι και αυτό επιτυχημένο. Επίσης θα μπορούσε να ονομάζεται Ο Αδύνατος, όπως το βιβλίο του Στήβεν Κινγκ αλλά μάλλον αυτό θα προκαλούσε προβλήματα στην εταιρεία διανομής με τίποτα δικαστικά μέτρα που θα είχε να αντιμετωπίσει αλλά λέμε τώρα) που σημαίνει ο μηχανουργός. Πολύ περίεργος τίτλος δεν βρίσκετε και μάλιστα για ψυχολογικό θρίλερ; Αφήστε που από μόνος του ο τίτλος είναι πρωτότυπος μια και παραπέμπει σε ένα επάγγελμα που καθόλου in και trendy δεν είναι, που δεν φανερώνει καμία κοινωνική καταξίωση και δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά standards που κάθε τόσο η κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ μας βάζει. Αλλά τέλος πάντων. Πολλά είπα ήδη για τον τίτλο, ας έλθω στο κυρίως θέμα τώρα.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση με το που ξεκίνησε το έργο ήταν τα χρώματά του. Η ταινία κινιόταν στις αποχρώσεις του μπλε και του γκρι, γεγονός που αυτό καθέ αυτό και μόνο της δημιουργούσε μία κλειστοφοβική και αρκετά υποχθόνια ατμόσφαιρα. Το πρώτο λοιπόν ατού, η φωτογραφία η οποία είναι ομολογουμένως εκπληκτική. Το δεύτερο ατού, η πολύ καλή ερμηνεία του Κρίστιαν Μπέιλ (δεν τον ήξερα μέχρι που είδα σήμερα στο internet ότι έχει παίξει στο American Psycho και στο Shaft) ο οποίος με την σκελετική του φιγούρα (έχασε περί τα είκοσι κιλά για τις ανάγκες του ρόλου) καταφέρνει και γίνεται φοβερά τρομακτικός και αηδιαστικός συνάμα. Το βλέμμα του δε, εξαιτίας της κυριαρχίας των ματιών του στο αποστεωμένο του πρόσωπο, είναι τόσο έντονο που σου προκαλεί μία επιθυμία αποστροφής και όχι ταύτισης με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ήρωα που ενσαρκώνει. Το τρίτο ατού, η πολύ καλή σκηνοθεσία, η οποία με μαεστρία πραγματικά ξετυλίγει το μυστήριο μέσα στο οποίο ζει ο πρωταγωνιστής. Αν και νέος σκηνοθέτης ο Μπραντ Άντερσον, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ταλαντούχος στο να τοποθετεί τις καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε και κατανοητές να είναι και να διατηρείται το σασπένς σε ανεκτά επίπεδα.
Το σενάριο λίγο χωλαίνει μια και ειδικά το τέλος είναι παραπάνω τραβηγμένο κατά τη γνώμη μου, αν και βέβαια ποτέ δεν ξέρεις πώς μία ανώμαλη κατάσταση μπορεί να λειτουργήσει στην ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου. Δεν ξέρω, εμένα η ταινία μου άρεσε πάντως. Αρκεί αυτό για να πάτε να τη δείτε;
Δέσποινα Καβουσανάκη |