|
|
|
|
SECRET HOUSE AGAINST THE WORLD
|
Χαζεύω τον Buck 65 στην ένθετη φωτογραφία του πρόσφατου cd του, με τον τρόπο που καμαρώνει κανείς το τελευταίο κατόρθωμα κάποιου μπαγάσα φαρσέρ. Ο Buck 65, οικογενειακό όνομα Rich Terfy, μακριά από τους χερσότοπους της Nova Scotia που εξέθρεψαν το ιδιότυπο hip hop του, εναγκαλισμένος τρυφερά με τη γαλλίδα μνηστή του, σε μια πόζα-παρωδία Μπόγκαρτ-Μπακόλ. Ώστε λοιπόν ο Buck ζει στο Παρίσι! Ο Buck εκπατρίζεται, ενδύεται κοστούμια, καπέλα και κομψεπίκομψα μπαστούνια και οριστικοποιεί το φινάλε μιας εκτενούς δισκογραφίας στους προμαχώνες του underground hip hop, σε ταμπέλες σαν την Anticon και τη Metaforensics.
Τώρα ο Buck δεν είναι πια ο μποέμης ρεπόρτερ της κουρελαρίας, ρόλο τον οποίο τόσο εύστοχα ερμήνευσε στο “Talkin’ Honky Blues” του 2003, με τα τραγούδια για την ομίχλη, την υγρασία του ντόκου, τους άστεγους του λιμανιού, τους απόβλητους και τους λούστρους του υπογείου. Όπως ο ίδιος δήλωνε στις αρχές του έτους, από το στρατηγείο του στο στούντιο των Tortoise στο Σικάγο, η νέα του δουλειά επρόκειτο να είναι ισόποσα επηρεασμένη από την PJ Harvey και τους Buzzcocks. Προσωπικά, στις ρίζες των εμπνεύσεων του “Secret House Against The World” θα μπορούσα ακόμη να διακρίνω: τον Johnny Cash, τον Iggy Pop, τον Eric Satie, τους Black Sabbath, τον Tom Waits. Με ό,τι και αν προδιαθέτουν/φιλοδοξούν τα παραπάνω, αντιλαμβάνεσαι πως το άλμπουμ έχει μπόλικη δουλειά για τα αυτιά σου.
Όσο για εμένα, αυτό που με κάνει δέσμιο ακροατή και πιστό φίλο του Rich Terfy είναι η ωμά αυτοβιογραφική υπεραναλυτική στιχοπλοκή του, που τη διαβάζω κάθε φορά με το νι και με το σίγμα, περνώντας πάνω από στιγμιότυπα, τοπία, ατμόσφαιρες και καταστάσεις σαν να βρίσκομαι μέσα στις «Αναμνήσεις από το υπόγειο», του Ντοστογέφσκι. Στο δικό του υπόγειο, ο Buck μπαίνει με πυρσό: καμιά γωνιά δε μένει κρυφή.
Διαβάζοντας αποσπάσματα όπως το “Bottom of the barrel, it’s no way to be, the cold and the silence beats the hell out of me”, ή το “Me of all people, my mind’s in a tail-spin, I’m just a door-to-door encyclopedia salesman, part of me feels like dirt, the rest doesn’t, she said I’m a way better lover than her husband”, σκέφτομαι πως ουδέποτε έχω ξαναδεί να απλώνεται με τέτοια περιγραφικότητα το χλομό χνάρι της μνήμης, όπου δυο λέξεις είναι αρκετές για να περάσουν την ψυχή ενός ανθρώπου ένα δεύτερο χέρι μπροστά σου. Εκεί όμως που ο Terfy ξεπερνά κάθε προηγούμενο εξομολογητικής απογύμνωσης είναι το “The Floor”, όπου κοιτάζει την παιδική του ηλικία σαν να την είχε ρημάξει κυκλώνας, ενώ η κακοποίηση και η στερημένη από κάθε ζεστασιά παιδικότητα του συνθέτη συναρμολογούνται μέσα από αρώματα, εικόνες, θροΐσματα αναμνήσεων και σκηνές που καίνε. Η συντριμμένη μητέρα, η γυάλα με τα χρυσόψαρα που δεν τα έβγαλαν πέρα στο πατρικό σπίτι, το κοφτερό σκρατσάρισμα στο κρεσέντο του φινάλε, που επιφυλάσσει μεγαλύτερη ενορχηστρωτική μαεστρία από τη θρηνητικότερη νότα. “I remember the table, the drapes, and the window the dark brown everything: decoration, styling. Most of all, I can remember my mother smiling. Worn out and faded, my hometown was scrappy. More than anything she wanted us to be happy. Little to eat and back and forth to the hospital. She was right, it’s better to be happy if possible. But the old man was under attack and was weak. And continued to beat us several times a week. He lived like a king even though we were piss poor. I tried to be strong and careful what I wished for”.
To “Secret House Against The World” φιλοξενεί συνεργασίες με την Claire Berest (η προαναφερθείσα λεγάμενη), τον John McIntire (Tortoise), D-Styles και Chilly Gonzales, μεταξύ άλλων. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε στο Παρίσι, το Σικάγο, το Χάλιφαξ, το Τορόντο και το Μπρίστολ. Σχεδιασμός και ντιζάιν από την Jenn McIntyre, φωτογραφία του Vincent Ferrame.
Όλα αυτά ενώ σκέφτομαι πως ένα επιδοτούμενο ταξίδι του Buck 65 στα χαλάσματα της Νέας Ορλεάνης, αλά Σον Πεν στο Ιράκ, θα είχε τρομερό ενδιαφέρον, δε βρίσκεις; Η πένα του ρίχνει κυβέρνηση!
Δημήτρης Καραθάνος |