|
|
|
|
Tarwater, Φανταστικοί Ήχοι
|
Λίγο πριν περάσει ένας χρόνος από την τελευταία φορά που έγραψα στο Atraktos (!), βρίσκω αφορμή σήμερα να καταθέσω την άποψή μου για τη συναυλία των Tarwater με τους Φανταστικούς Ήχους στο Block 33 (πρώην Υδρόγειος) στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009. «Και τι σε έπιασε και επιστρέφεις σήμερα μετά από τόσο καιρό;», θα αναρωτηθεί κάποιος, ίσως. Η απάντηση είναι η εξής: λίγες ώρες πριν τη συναυλία των Tarwater ολοκληρώθηκε για μένα ένα σχεδόν διετές πάνε-έλα στο Λονδίνο, το οποίο με κράτησε στους δρόμους του και τις γειτονιές του για συνολικά 133 μέρες και μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσω μεγάλο αριθμό συναυλιών από μικρομεσαία ονόματα (σχεδόν κανένα μεγάλο εμπορικά). Έτσι, παρακολουθώντας τους Tarwater αναπόφευκτα έκανα κάποιες συγκρίσεις που αφορούν τα live που είδα εκεί με τα live που είδα και βλέπω εδώ, στην πόλη μου. Τις σκέψεις μου, λοιπόν, θέλω να τις αποτυπώσω στις html σελίδες του Atraktos.
Η συλλογιστική μου ξεκινάει ουσιαστικά από το πώς παρακολουθούσα εγώ ο ίδιος τα live εκεί και πώς τα παρακολουθώ εδώ. Όχι από τις αντικειμενικές συνθήκες που μπορεί να υπάρχουν στα δύο μέρη. Διαπίστωσα λοιπόν πως πηγαίνοντας σε κάθε live στο Λονδίνο ήμουνα πάντοτε πολύ χαλαρός και απελευθερωμένος από σκέψεις για το τι πρόκειται να ακούσω. Σε αυτό συνέβαλε κατά πολύ ο ίδιος ο κόσμος που παρακολουθούσε τη συναυλία, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις φαινόταν ήρεμος, ακομπλεξάριστος, «συμβιβασμένος» με την ιδέα ότι παρακολουθεί ένα live κυρίως για να ψυχαγωγηθεί, γιατί είναι ένας παραδοσιακός γι αυτόν τρόπος διασκέδασης. Το κύριο μέλημά του φαινόταν να είναι οι μπύρες (κυρίως), η ακρόαση, ο χαβαλές, το φλερτ. Δεν έτυχε να ακούσω ποτέ, ενδιάμεσα από δύο συγκροτήματα, συζητήσεις για το πόσο χάλια έπαιξε το γκρουπ, ή πόσο απαράδεκτος ήταν ο κιθαρίστας, πόσο χαμηλά ήταν τα ντραμς κτλ… Αυτά πάντα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Η ουσία ήταν ότι απλά ήμασταν σε ένα live και τίποτα παραπάνω. Live γίνονται συνέχεια. Σιγά τα ωά!…
Προχθές στους Tarwater με έπιασε πάλι εκείνο το «θεσσαλονικιώτικο». Αυτό του «προπονητή της εξέδρας» που μας πιάνει σχεδόν όλους τους θεσσαλονικείς όταν βλέπουμε κάποιο live. Οι Φανταστικοί Ήχοι μου φάνηκαν «λίγοι. Λαπτοπάδες. Θα τους άκουγα άνετα σπίτι μου, αλλά για live δε λένε. Γιατί παίζουν με λάπτοπ ενώ οι ήχοι τους είναι μπάσο, ντραμς, σύνθι;»… Φαντάζομαι αν υπήρχε κάτι αντίστοιχο του metropolis radio για τέτοιου είδους live και μουσικές, θα μαλώναμε στον αέρα με τον παραγωγό αντίστοιχο του Μύρτσου για το πώς έπρεπε να παίξει το αθηναϊκό συγκρότημα. Ένιωσα, λοιπόν, τον εαυτό μου σφιγμένο σε όλο το live. Να ετοιμάζει μια προφορική κριτική για να τη συζητήσει με φίλους και γνωστούς στο τέλος του. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί μετά το τέλος των Φανταστικών Ήχων, όχι μόνο εγώ, αλλά πολλοί είχαμε κάτι αρνητικό να σχολιάσουμε, με υπεροπτικό ύφος για το συγκρότημα; Εκτιμώ ότι κάποια από τα παρακάτω που θα αναλύσω πρέπει να δίνουν την απάντηση.
Στη Θεσσαλονίκη έχουμε αναγάγει τα live σε ξεχωριστό γεγονός. Σε κάτι που διακόπτει την καθημερινότητά μας και την «ηρεμία» μας. Σε κάτι, που αφού δεν αποτελεί τρόπο της διασκέδασής μας, αλλά ειδική περίπτωση αυτής, του αρμόζει και η ανάλογη αντιμετώπιση – κριτική (αρνητική κυρίως). Δεν πάμε στο live γιατί είναι μέρος της ζωής μας, αλλά γιατί «αν δεν πάμε και εμείς ποιος θα πάει; γιατί είναι κάτι φίλοι που το διοργανώνουν και πρέπει να στηρίξουμε. γιατί παίζει support το συγκρότημα των κολλητών μου». Τα «γιατί είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα» ή «γιατί γουστάρω πολύ αυτόν τον ήχο» αποτελούν όλο και λιγότερο πιθανό λόγο για εμάς τους «εναλλακτικούς» της Θεσσαλονίκης (από τους 150-200 ανθρώπους που ήταν στους Tarwater ζήτημα οι 20 να έχουν πάνω από δύο δίσκους, όχι κατεβασμένους, του συγκροτήματος). Έτσι, λοιπόν, το έχουμε αναγάγει σε σπουδαίο γεγονός για το οποίο θα καταθέσουμε όλοι τις συνήθως «δογματικές» γνώμες μας.
Από την άλλη, μας δικαιολογώ και λίγο…Η πραγματικότητα είναι ότι τα live τα οποία γίνονται στην πόλη και αρμόζουν σε εμάς τους «εναλλακτικούς» είναι όντως ελάχιστα. Κάτι που δικαιολογεί κάπως αυτή τη θεώρησή τους ως ξεχωριστά. Επιπλέον, τι άλλο να συζητήσεις με όλους αυτούς που είναι στη συναυλία; Από τους 150 που ήταν εκεί (και μην ακούω ότι ήταν λίγοι 150, πόσοι έπρεπε να πάνε στους Tarwater; έχω δει ονόματα και ονόματα αναλόγου μεγέθους στο Λονδίνο με λιγότερα από 100 άτομα) τουλάχιστον με το 80% γνωριζόμαστε εδώ και καιρό. Τι να πεις… Αφού τα λες κάθε μέρα. Τους ίδιους βλέπεις στα μπαρ που πας, τους ίδιους και στις συναυλίες. Τα άλλα θέματα τα έχεις εξαντλήσει. Τι μένει; Να σχολιάσεις τη συναυλία. Άσε που όσο και να θέλεις να αλλάξεις θέμα, πόσο να ξεφύγεις όταν από αυτούς τους 150 το 90% είμαστε ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ιδιοκτήτες ανεξάρτητων δισκογραφικών, μουσικογραφιάδες, μέλη συγκροτημάτων, ηχολήπτες; Τι να κάνεις; Να φλερτάρεις; Άσε ρε, να κάνεις και καμιά «πατάτα»… Αφού όλοι γνωριζόμαστε, κάποιος κοινός σύνδεσμος υπάρχει. Πού να μπλέκεις τώρα;…
«Ωραία, και τι προτείνεις να κάνουμε;». Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω να προτείνω κάτι. Εξάλλου είμαι ο πρώτος που πέφτει στην παγίδα των θεσσαλονικιώτικων συναυλιών. Μέσω του κειμένου ήθελα απλά να εκθέσω κάποιες διαπιστώσεις και σκέψεις μου για το πώς βιώνω τα live στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με τον τρόπο που τα βίωνα στο Λονδίνο. «Τι; Και για τους Tarwater δεν θα γράψεις;». Για τους Tarwater ισχύει αυτό που είχε πει ο Γκάρι Λίνεκερ για τη Γερμανική Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Τον παραφράζω: «Το live είναι ένα καλλιτεχνικό γεγονός διάρκειας το πολύ 120 λεπτών, στο οποίο, όσα συγκροτήματα κι αν παίζουν, στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί».
(Φωτογραφίες: Άρης Μπούρας)
Κώστας Παπασπυρόπουλος |