|
|
|
|
MyBlogBook #8
|
Δύο δεκαετίες πίσω…
Παρασκευή πρωί. Είμαι στο δρόμο για την καθιερωμένη επίσκεψη στο δισκοπωλείο. Στα αυτιά μου τα ακουστικά από ένα mp3 player. Είμαι ένας ακόμα από τους χιλιάδες πια πολίτες αυτής της πόλης που, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα decibel των αναρίθμητων αυτοκινήτων, καταφέρνουμε να απομονωνόμαστε από κάθε έννοια κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω μας. Ξαφνικά, ένας ηλικιωμένος κύριος με σταματάει δείχνοντάς μου το ρολόι στο χέρι του. Βγάζω τα ακουστικά. Μου εξηγεί πως έχει σταματήσει το ρολόι του και θέλει να του πω την ώρα. Κοιτάζω το δικό μου (ευτυχώς φοράω ακόμα). Με ευχαριστεί και απομακρύνεται. Συνειδητοποιώ πως στην εποχή της πλήρους εξάρτησης από το κινητό, το οποίο είναι και ο μόνιμος χρονοδείκτης μας, υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από ένα παλιό ρολόι με μαύρο δερμάτινο μπρασελέ, από αυτά που έχει κιτρινίσει η επιφάνεια κάτω από το τζαμάκι. Ταυτόχρονα, η Σβώλου αδειάζει λίγο από οχήματα. Οι ήχοι της γειτονιάς από τους μαγαζάτορες που συναναστρέφονται μεταξύ τους γεμίζουν τα αυτιά μου. Αισθάνομαι ότι έχω γυρίσει δύο δεκαετίες πίσω. Τέτοιες στιγμές από το κέντρο της πόλης με κάνουν και ευχαριστιέμαι κάπου κάπου τη διαμονή μου στη Θεσσαλονίκη…
Μια δεκαετία πίσω…
Καλοκαίρι του 98 πρέπει να ήταν. Με ένα φίλο μου, τον Κώστα Λιοντήρη (χαιρετίσματα στη Θηρασία) επισκεπτόμαστε την εκπομπή του Γιάννη Βαλαβάνη στον 88,5 (αλήθεια, πού βρίσκεται ο παραγωγός αυτός;). Ο Βαλαβάνης εκείνη την εποχή έβγαινε στο ραδιόφωνο κάθε βράδυ 22.00 με 01.00. Μάλλον είχε βαρεθεί καλοκαιριάτικα και έτσι καλούσε ακροατές του στην εκπομπή. Ο καλεσμένος ήταν ο Λιοντήρης. Εγώ πήγα για παρέα. Συζητώντας περί μουσικής, με ρωτάει (εκτός αέρα) τι αρέσει σε μένα. Στις υποτυπώδεις δισκοθήκες εκείνου του studio πετυχαίνω μπροστά μου τις Μολυβένιες Ιστορίες του Ντίνου Σαδίκη και το Life Full of Holes των Chris & Carla. Αφού σταυροκοπιέται πρώτα, με ρωτάει: «καλά αν ακούς αυτά στα 20 σου, τι θα ακούς όταν θα γίνεις 30;» ! Λοιπόν, η απάντηση είναι ότι τώρα πια δυσκολεύομαι να ακούσω ήχους που προέρχονται από μουσικούς που αγάπησα στη δεκαετία του 90. Να, ας πούμε, κάνω προσπάθεια να γευτώ κάθε στιγμή του άλμπουμ Dirtmusic των Dirtmusic (Glitterhouse, 2007) αλλά δε μου βγαίνει. Πρόκειται για τη συνεργασία των Chris Eckman, Hugo Race και Chris Brokaw. Φυσιογνωμιών του αμερικάνικου underground που συνέβαλαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90 στην οικοδόμηση στην Ευρώπη αυτού του lo-fi sentimental folk/blues μύθου. Υπάρχουν καλές στιγμές (Erica Moody, Summer Days, The Other Side), αλλά το άλμπουμ χωλαίνει στην έλλειψη συνοχής. Καθένας από τους τρεις γράφει κομμάτια, σαν να είναι στο βασικό του συγκρότημα. Έτσι, το Dirtmusic μοιάζει περισσότερο με συλλογή παλιών ηχογραφήσεων, παρά με ντεμπούτο ενός νέου σχήματος. Μπορεί να φταίω κι εγώ βέβαια: ίσως να είναι μια υποσυνείδητη αντίδρασή μου σε ήχους που μου θυμίζουν πως μεγαλώνω…
Σήμερα…
Θα μου πεις, από την άλλη, πόσο νεωτεριστικό είναι να ακούς ένα άλμπουμ νέων ανθρώπων που όμως δεν έχουν και πολλά να προσθέσουν στην ποπ τραγουδοποιία; Αρκεί, δηλαδή, ότι είναι νεαροί σε ηλικία και ότι είναι νέο όνομα; Είναι αρκετό αυτό για να απορρίψεις την ειλικρινή κατάθεση μεγαλύτερων και αναγνωρισμένης αξίας μουσικών, όπως οι Dirtmusic; Δεν ξέρω, μάλλον όχι. Ετούτοι εδώ όμως, οι Vampire Weekend (οι οποίοι οσφραίνομαι ότι σύντομα θα είναι μεγάλο όνομα εμπορικά, αν δεν είναι ήδη δηλαδή) κάνουν τουλάχιστον κάτι διαφορετικό. Ενορχηστρωτικά έστω. Αφού παίζουν την ποπ τους αρκετά πιο έντεχνα και λυρικά από το σωρό των νέων σχημάτων. Όμως, το παρθενικό τους άλμπουμ Vampire Weekend (XL, 2008) βρίθει αντιθέσεων: είναι νεοϋορκέζοι (θετικό αυτό), αλλά συνθέτουν σαν τα μισά νέα βρετανικά συγκροτήματα (αρνητικό αυτό). Τραβούν πίσω τις ηλεκτρικές κιθάρες βάζοντας στο προσκήνιο πιάνο, βιολιά και τύμπανα (αυτό είναι το καλύτερό τους) αλλά τα φωνητικά τους ομοιάζουν με τις φωνές-νιαουρίσματα που έχει κάθε νέο σχήμα που προβάλλεται από το Ηνωμένο Βασίλειο (αυτό είναι το χειρότερό τους). Καταφέρνουν να θυμίζουν τόσο την Erin McKeown (του περσινού Sing You Sinners) στο Cape Cod Kwassa Kwassa (μπράβο…) όσο και τον Jack Penate στο Mansford Roof και την Kate Nash στο Campus (ε, δεν τρελάθηκα κιόλας με αυτό). Και στο τέλος, σε ένα από τα καλύτερά τους, το Walcott, φέρνουν στο μυαλό μια σπινταρισμένη εκτέλεση των Παιδιών του Πειραιά. Είναι δυνατόν; Ε, μετά από όλα αυτά, πώς να μην τους προσέξω;
Πριν μερικές ημέρες…
Το δωρεάν έχει το τίμημά του. Εκεί που είχα αρχίσει να συνηθίζω τις Τετάρτες στο Μικρό Θέατρο με τον κόσμο πάντοτε να μην το γεμίζει για λίγο, ήρθε η Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008 για να αποδείξει πως και ένας καθαρά underground χώρος μπορεί να γνωρίσει πιένες με τη συμβολή ενός γνωστού ονόματος. Το όνομα αυτό ήταν η Σαβίνα Γιαννάτου. Ο Κώστας Θεοδώρου, που διοργανώνει αυτές τις Τετάρτες με το όνομα Ανοιχτή Πρόβα και ο οποίος είναι και μουσικός των Primavera en Salonico, δηλαδή του σχήματος με το οποίο η Γιαννάτου περιοδεύει στο εξωτερικό, κάλεσε τη συνεργάτιδά του για μια εξερεύνηση στο χώρο της μουσικής. Η Γιαννάτου όμως είναι δημοφιλής, οπότε διπλάσιος κόσμος σε σχέση με το κανονικό κατέφτασε στο Μικρό Θέατρο με όλα τα παρελκόμενα (σχετική φασαρία από τις μετακινήσεις, κινητά τηλέφωνα και ούτω καθ’ εξής). Θα μου πεις τώρα, ότι μιλάω ελιτίστικα και δεν θέλω επιπλέον κόσμο σε αυτό που εγώ πηγαίνω σταθερά εδώ και λίγο καιρό. Δεν είναι αυτό όμως: θέλω ο κόσμος που θα έρθει να καταλάβει γιατί έρχεται και να έχει την υπομονή να το παρακολουθήσει και ας είναι και δωρεάν. Η συναυλία ήταν λογικό να μην είναι συνηθισμένη. Ανοιχτή Πρόβα ονομαζόταν, δεν είχε εισιτήριο εισόδου, οπότε τους πρώτους που ήθελαν να ικανοποιήσουν οι δύο μουσικοί ήταν οι εαυτοί τους. Η Γιαννάτου προχώρησε σε μια εξερεύνηση των φωνητικών ορίων, χρησιμοποιώντας στίχους ακαταλαβίστικους για εμάς τους κοινούς θνητούς, και μια έκφραση στην ερμηνεία που δεν θα την έλεγες και crowd friendly. Πολλές φορές η φωνή της γινόταν πιο περίεργη από κάθε περίεργο ήχο που μπορεί να βγάλει ένα μουσικό όργανο, όπως αυτά που έπαιζε ο Θεοδώρου. Αυτός, από την άλλη, άφησε αρκετό χώρο στη Γιαννάτου, παρόλο που και ο ίδιος πειραματίστηκε αρκετά με τα δικά του μουσικά μέσα (κρουστά, έγχορδα). Όλα αυτά φυσικά, έφεραν την αποχώρηση σημαντικού μέρους του κοινού μετά το διάλειμμα. Άρα;
Η… δωρεάν αισθητική
Άρα δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την πραγματική έννοια του δωρεάν. Το δωρεάν δεν σημαίνει «να πάρω μάτι», «να γευτώ κάτι που δε το γουστάρω για λίγο». Το δωρεάν είναι ένα δώρο που αφού αποφασίζουμε να το γευτούμε, πρέπει να ξέρουμε πώς θα το χειριστούμε. «Α! εγώ σιχαίνομαι τις εφημερίδες», αλλά πχ. τη City Press πριν μπω στο μετρό ή το λεωφορείο την παίρνω οπωσδήποτε. «Μπα δεν ακούω μουσική», αλλά έχω γεμίσει terabytes με τραγούδια στο PC μου. «Σιγά μην πάω σε συναυλία», αλλά (όπως πριν 7-8 χρόνια όπου έγινε της κακομοίρας) «πάμε σήμερα στους Closer που παίζουν τζάμπα στο Μύλο;»… Εγώ είμαι υπέρ όλων αυτών των δωρεάν. Δεν μπορώ όμως να δεχτώ την απαξίωση που δέχονται σημαντικότατοι τομείς της ζωής από την αισθητική του να καταναλώσουμε δωρεάν μόνο και μόνο για να βιώσουμε, μόνο και μόνο για να έχουμε κάτι στη συλλογή μας. Όταν καταναλώνουμε με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε σαν τις αλεστικές μηχανές, που αλέθουν τα πάντα χωρίς διάκριση. Άρα, δεν περισσεύει τίποτα για να μας κάνει καλύτερους…
- 100 τεύχη και η Lifo, μετά τα 200 της Athens Voice την προηγούμενη εβδομάδα. «200 λόγοι για να αγαπάμε την Αθήνα» η δεύτερη, «100 Best of Athens» η πρώτη. Παιδιά, λίγη πρωτοτυπία παραπάνω ζητάμε. Το επόμενο MyBlogBook την άνοιξη πια, Τρίτη 4 Μαρτίου 2008.
- Για σχόλια πατάς πάνω στο όνομά μου και μου στέλνεις e-mail.
* Η πρώτη φωτογραφία προέρχεται από το www.myspace.com/dirtmusicband. Η δεύτερη από το www.myspace.com/vampireweekend. Η τρίτη από το www.savinayannatou.com. Το πρώτο εξώφυλλο από το www.glitterhouse.de. Το δεύτερο από το www.amazon.com.
Κώστας Παπασπυρόπουλος |