Home
News
Foreign Office
Local
Ελληνική
Metal
Punk/hc/emo
Live
Συνεντεύξεις
Cinefreak
Θέατρο/χορός
Books, magz
Τι παίζει, που
Special
Aρθρα
Mp3s/Video
Atrakt-ed
Links
 
Αναζήτηση

 

ΠΕΡΟΥ, ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ

23/10/2006

ΠΕΡΟΥ

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΣΤΑ ΥΨΗ ΤΩΝ ΑΝΔΕΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΙΤΣΑΛΙΔΗΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΡΑΚΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CRISTINA ALGRANATI

Μετά από ένα πολύωρο αεροπορικό ταξίδι τροχοδρομούμε επιτέλους στο αεροδρόμιο της Λίμα. Όλες αυτές τις ώρες της πτήσης, έφτιαξα στο μυαλό μου μία εικόνα του Περού απ’ όσα ντοκιμαντέρ είχα δει και απ’ ότι είχα διαβάσει. Η πραγματικότητα όμως καταφέρνει πάντοτε να μας αφήνει έκπληκτους.

ΛΙΜΑ

Όπως έκπληκτο μ’ άφησε η Plaza de Armas (η κεντρική πλατεία) της πρωτεύουσας, με τον καθεδρικό ναό και τα επιβλητικά της κτίρια φωτισμένα στην πρώτη μας ψυχή βραδιά στο Περού, Ιούνιο μήνα. Ψυχρή, διότι η Λατινική Αμερική όντας στο νότιο ημισφαίριο, έχει τις εποχές αντίστροφα απ’ ότι εμείς στην Ελλάδα. Κλείσαμε ένα δωμάτιο κοντά στην κεντρική πλατεία έτσι ώστε να γευτούμε από κοντά τη ζωή των Περουβιανών. Το πρώτο πράγμα που σου χτυπάει στο μάτι, παρακολουθώντας τον κόσμο στην πλατεία, είναι το γεγονός ότι απ’ τους Ισπανούς κατακτητές το μόνο που απέμεινε είναι τα επιβλητικά κτίρια και οι καθολικές εκκλησίες. Στο πέρασμα των αιώνων η φυλή των Ίνκας επικράτησε κι αυτό που συναντάς στο δρόμο είναι οι απόγονοί τους. Για να πάρουμε μια γεύση απ’ αυτό το λαό, επισκεφτήκαμε το Museo della Nacion (Μουσείο του Έθνους) όπου υπάρχει μια αρκετά πλούσια συλλογή απ’ την προκολομβιανή εποχή. Ένας μήνας όμως δεν είναι αρκετό διάστημα για να χορτάσεις το Περού. Έτσι, αποφασίζουμε την επόμενη κιόλας ημέρα να κατηφορίσουμε για το Πίσκο.

ΠΙΣΚΟ

Τέσσερις ώρες δρόμος με το λεωφορείο. Αφού βρήκαμε ένα πολύ όμορφο ξενοδοχείο – για την ακρίβεια μας βρήκαν στον σταθμό – επισκεφτήκαμε την μικρή πόλη του Πίσκο, όπου αυτό που μου έμεινε χαραγμένο στο μυαλό, ήταν οι υπαίθριοι δακτυλογράφοι έξω από τα δικαστήρια που χρησιμοποιούσαν τις παλιές ηλεκτρικές τους OLIVETTI για να γράφουν ενώ δύο σπίτια παραπέρα έβρισκες τα internet café. Η ατραξιόν της περιοχής είναι το Natural Park του Παράκας, μισή ώρα απ’ το Πίσκο που εμπεριέχει και τα νησιά Μπαλέστρας με μοναδικούς κατοίκους τους θαλάσσιους ελέφαντες και τους πιγκουΐνους. Στην παραλία του Παράκας όμως δεν πρέπει να χάσεις τον «καθεδρικό». Ο μοναδικός ναός του Περού που δεν είναι φτιαγμένος απ’ τον άνθρωπο. Ένα μνημείο της φύσης χτισμένο απ’ τον ωκεανό.

ΝΑΖΚΑ

Όμως έφτασε η ώρα και για τις ανθρώπινες κατασκευές. Τι καλύτερη αρχή λοιπόν από τη Νάζκα και τις περίφημες γραμμές της, χαραγμένες λίγο έξω απ’ την ομώνυμη πόλη, 220 km από το Πίσκο, σε μια ερημική πεδιάδα, όπου αυτό που προσέχεις με την πρώτη ματιά δεν είναι οι γραμμές, αλλά η λωρίδα της Παναμερικανικής Οδού που βάρβαρα την κόβει στη μέση. Ως φόρο τιμής, πρώτο μας μέλημα ήταν να επισκεφθούμε το σπίτι – μουσείο τώρα πια – της μαθηματικού Ράϊχε που αφιέρωσε τη ζωή της στη μελέτη και καταγραφή αυτών των γραμμών. Στη συνέχεια, αφού καταφέραμε να αποφύγουμε ένα λάμα – μόνιμο κάτοικο του μουσείο – πριν μας φτύσει, πήραμε το δρόμο για τη περιοχή των γραμμών. Είκοσι λεπτά με τα πόδια στην παναμερικανική ως το σημείο του πύργου παρακολούθησης. Είναι ένας πύργος ύψους 10-15 μέτρων απ’ όπου μπορείς να παρακολουθήσεις τα 2-3 πιο κοντινά σχέδια χωρίς – εάν δεν θέλεις – να νοικιάσεις αεροπλάνο. Τα σχέδια είναι μίας απίστευτης απλότητας, καταφέρνουν όμως να σ’ αφήσουν με το στόμα ανοιχτό από την ομορφιά και το μέγεθός τους.

Κλείνουμε το στόμα μας και παίρνουμε το δρόμο για την Αρεκίπα. Αποφασίσαμε να πάρουμε το νυχτερινό λεωφορείο ούτως ώστε να κερδίσουμε τις οκτώ ώρες του ταξιδιού. Η κίνηση αποδείχθηκε έξυπνη αν και οι δυο ώρες της αναμονής στον κρύο σταθμό της Νάζκα μ’ έκαναν να σκέφτομαι το αντίθετο. Τώρα πια αρχίζουν τα υψόμετρα να γίνονται όλο και πιο έντονα. Από τα 588 μ. της Νάζκα στα 2325 μ. της Αρεκίπα.

ΑΡΕΚΙΠΑ

Η λευκή πόλη, όπως την ονομάζουν οι κάτοικοί της, απ’ την άσπρη ηφαιστειακή πέτρα, τη Σιλάρ, με την οποία είναι χτισμένα τα κτίριά της, αποικιακού τύπου, έχοντας σαν φόντο το ενεργό ακόμη ηφαίστειο Μίστι. Παίρνουμε έναν καφέ στο μπαλκόνι ενός από τα κτίρια που «αγκαλιάζουν» την Plaza de Armas της πόλης για να θαυμάσουμε την πανέμορφη πλατεία με τον θεόρατο καθεδρικό «ακουμπισμένο» στη μία της πλευρά. Δεν μπορεί όμως να λείψει απ’ την περιήγησή μας στην πόλη, μια επίσκεψη στο μουσείο Sanduarias Andinos για να δούμε την περίφημη πλέον Suanita, τη μούμια μιας νεαρής κοπέλας που θυσιάστηκε 500 χρόνια πριν για να καταπραΰνει το θυμό του ηφαιστείου, αντιπροσωπεύοντας το λαό της όπως ακριβώς κάνει και σήμερα.

Μιας και το υψόμετρο δεν μας έχει ακόμη πειράξει, αποφασίζουμε να γυρίσουμε στους πανέμορφους δρόμους της πόλης. Τα βήματά μας μας οδήγησαν στο μοναστήρι της Santa Catalina, μιας ωραιότατης όσο και γιγαντιαίας μονής στο κέντρο της πόλης. Ουσιαστικά μια πόλη μέσα στην πόλη. Τρεις ώρες χαμένοι στα στενάκια του μοναστηριού – σήμερα είναι ανοιχτό στο κοινό – βγάζοντας φωτογραφίες και χαζεύοντας τις όμορφες αυλές με τους έντονα βαμμένους τοίχους, φάνηκαν πολύ λίγες. Επιστρέψαμε λοιπόν στους δρόμους της πόλης, όπου όλα – διαφημίσεις, πινακίδες και άνθρωποι – μας οδηγούσαν στο φαράγγι του Κόλκα. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα, ακόμη δεν έχω καταλάβει, την επόμενη μέρα βρισκόμαστε σε ένα λεωφορειάκι γεμάτο Περουβιανούς με κατεύθυνση Τσιβάϋ.

ΤΣΙΒΑΫ – ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΚΟΛΚΑ

Ένα χωριό στην αρχή του φαραγγιού με υψόμετρο 3700 μ. Εδώ ο ήλιος την ημέρα είναι πολύ δυνατός. Μαθαίνω ότι πολύ κοντά στο χωριό υπάρχουν θερμά λουτρά. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκινάμε για εκεί. Στα τέσσερα χιλιόμετρα που χωρίζουν το χωριό από τα θερμά λουτρά, διαπιστώνω πόσο παράξενη αλλά και πόσο όμορφη μπορεί να είναι η φύση. Χάρη στο στεγνό κλίμα του χειμώνα – με ζέστη το πρωί και πολύ κρύο τη νύχτα – και στο άφθονο νερό του φαραγγιού, το έδαφος είναι πολύ εύφορο σε σημείο που – παρά το υψόμετρο – καλλιεργούν σιτάρι. Εικόνες με το χρυσό του σιταριού, το πράσινο των δέντρων, το βαθύ μπλε του ουρανού σε συνδυασμό με την αγριότητα και ταυτόχρονα τη γαλήνη του τοπίου, καθώς δίπλα σου περνούν η αγελάδα, η άλπακα ή ακόμη-ακόμη ένα σκυλάκι, θα μου μείνουν αξέχαστες. Δυο ώρες μείναμε βυθισμένοι σε μια απ’ αυτές τις πισίνες, κοιτώντας με δέος τα βουνά τριγύρω που υψώνονταν όλο και ψηλότερα.

Ώσπου κατάλαβα ότι όλη αυτή τη ζέστη θα τη χρειαζόμουν αργότερα. Ο ήλιος άρχιζε να δύει και το κρύο να γίνεται όλο και πιο τσουχτερό. Παρά το κρύο όμως, οι ντόπιοι δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει θέρμανση. Δεν είχε ούτε καν το δωμάτιο που κλείσαμε για να περάσουμε τη νύχτα. Είναι εφοδιασμένοι όμως με βαριές μάλλινες κουβέρτες. Αυτό όμως ΜΕΣΑ στο δωμάτιο. Τι γίνεται έξω; Στην αγορά του χωριού βρήκα τη λύση! Μάλλινα καπελάκια και γάντια από Άλπακα. Τα γνωστά πολύχρωμα μοντέλα που φορούν οι Περουβιανοί.

Με λυμένο το πρόβλημα του κρύου της νύχτας, την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε για το φαράγγι. Οι πληροφορίες έλεγαν για ένα παρατηρητήριο όπου μπορείς να δεις τους κόνδορες να κάνουν κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι σου. Δεν σταθήκαμε όμως τυχεροί. Οι κόνδορες δεν είχαν κέφι για επιδείξεις κι εμείς δεν είχαμε χρόνο για να τους περιμένουμε. Ήδη είχε πάει 10.45 το πρωί κι έπρεπε να φτάσουμε στο χωριό Καπανακόντε που απείχε 14 χλμ. Πριν από τις 2 το μεσημέρι οπότε και ξεκινούσε το τελευταίο λεωφορείο για το Τσιβάϋ.

Δεν ξέρω αν ακούγεται εύκολο, δύσκολο ή οτιδήποτε άλλο, να κάνεις αυτή την απόσταση με τα πόδια, σ’ αυτό το υψόμετρο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Τα τοπία που συναντάς όμως στη διαδρομή σε ανταμείβουν και με το παραπάνω. Το ευχάριστο στην όλη υπόθεση ήταν ότι το ρολόι έδειχνε 13:58 καθώς περνούσαμε την πύλη του χωριού. Το δυσάρεστο, ότι μετά από λίγο ήρθε το λεωφορείο και δεν προλάβαμε να δούμε ούτε την πλατεία του. Τι να κάνεις; Συμβαίνουν αυτά! Το ταξίδι όμως συνεχίζεται.

Κι έτσι, ύστερα από μια σύντομη στάση μιας νύχτας στην Αρεκίπα – που πλέον μας φάνηκε πολύ ζεστή – πήραμε τον δρόμο για το Πούνο.

ΠΟΥΝΟ

Μία πόλη στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα. Μια αναγκαστική στάση για να επισκεφτούμε τη λίμνη και κάποια απ’ τα νησιά της. Χωρίς να χάσουμε χρόνο, κλείνουμε το πλοίο που σε πάει στο νησί Αμαράντι κάνοντας πρώτα μία στάση σ’ ένα άλλο. Ένα νησί κατασκευασμένο απ’ τους κατοίκους του, με τα καλάμια που τους προσφέρει η ίδια η λίμνη. Τα πάντα επάνω του είναι φτιαγμένα απ’ αυτό το καλάμι. Το έδαφος, τα σπίτια, τα έπιπλα, οι βάρκες, όλα. Περπατώντας επάνω του ήταν σαν να περπατάς σε στρώμα νερού. Σίγουρα ήταν αξιοπερίεργο, όσο όμως για αυθεντικό, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Έμοιαζε σαν μια μεγάλη τουριστική ατραξιόν.

Το πλοιάριο λοιπόν συνέχψισε για τη νήσο Αμαράντι όπου και μας υποδέχτηκαν οι κάτοικοί του με ενθουσιασμό. Δεν χρειάστηκε να κουραστούμε για να βρούμε δωμάτιο. Φρόντισαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, επιλέγοντας τον τουρίστα που θα φιλοξενούσαν. Όποιος θέλει να το κάνει, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για Σπαρτιάτικες συνθήκες. Η φιλοξενία όμως σε κάνει να τα ξεχνάς όλα.

Με το που ξημέρωσε, τα πλοιάριά μας επέστρεψαν στο Πούνο, όπου μη μπορώντας να φύγουμε αμέσως λόγω της περασμένης ώρας, μείναμε άλλη μία νύχτα εκεί κάνοντας βόλτες στο κέντρο της. Επόμενος σταθμός: Κούζκο.

ΚΟΥΖΚΟ – ΜΑΤΣΟΥ ΠΙΤΣΟΥ

Το αποκορύφωμα του ταξιδιού στο Περού. Όχι μόνο γιατί βρίσκεται ακριβώς στη μέση των ημερών μας εδώ, αλλά και γιατί είναι η βάση για να επισκεφθεί κάποιος το Μάτσου Πίτσου. Το Κούζκο είναι μία πολύ όμορφη και ζωντανή πόλη. Έτσι η απόφαση που πήραμε ήταν να την γνωρίσουμε λίγο, πριν βρούμε τον τρόπο ν’ ανεβούμε στο Μάτσου Πίτσου. Έχει πολλά πράγματα να δεις. Όμορφα κτίρια, εκκλησίες, μοναστήρια, αρχαία, μουσεία. Ωραία ατμόσφαιρα. Δεν κουραστήκαμε όμως ιδιαίτερα να βρούμε τον τρόπο που θα πηγαίναμε στο Μάτσου Πίτσου, αφού υπάρχει μόνο ένας. Με τρένο μέχρι τους πρόποδές του, στο χωριό AGUAS CALLENTES (Ζεστά νερά) κι από εκεί ως επάνω, είτε με τα πόδια, είτε με λεωφορείο.

Ανεβήκαμε τα 8 χλμ. Που χωρίζουν το χωριό από τον αρχαιολογικό χώρο στην κορυφή, με τα πόδια στις 12 το μεσημέρι. Λάθος επιλογή. Είναι περιττό να αναφέρω ότι φτάσαμε επάνω εξαντλημένοι, μιας και τα σκαλιά που έχεις ν’ ανέβεις είναι απείρως περισσότερα απ’ αυτά του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Παίρνεις όμως δυνάμεις απ’ τη θέα που αντικρίζεις, από εκεί ψηλά. Βλέπεις τους βράχους να ξεπροβάλλουν μέσα απ’ την τροπική βλάστηση της κοιλάδας, ενώ λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ αυτήν το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό. Βουνίσιο, σκληρό. Εκεί, σου δίνεται η απάντηση στο γιατί οι Ίνκας έχτισαν το Μάτσου Πίτσου σ’ αυτό το μέρος.

Έχοντας πλέον ικανοποιήσει την επιθυμία μας να το επισκεφτούμε, αφήνουμε πίσω μας το Μάτσου Πίτσου και τα λάμα του, τη φορά αυτή διανύοντας τα 8 χλμ. της επιστροφής με το λεωφορείο. Την επόμενη ημέρα, πριν έρθει η ώρα της επιστροφής για το Κούζκο, κάναμε μια επίσκεψη στο μέρος απ’ όπου και πήρε το όνομά του το χωριό. Στα θερμά λουτρά. Ότι καλύτερο για να χαλαρώσουν οι μυς μετά απ’ όλο αυτό το περπάτημα.

Η επιστροφή στο Κούζκο έγινε πολύ πιο άνετα. Μία επιπλέον ημέρα χρειαζότανε στο Aguas Callentes. Τη χρειάζεται όμως και το Κούζκο. Τριγύρω απ’ την πόλη υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι που αξίζει να δει κανείς. Χαράζοντας λοιπόν πορεία, ξεκινήσαμε πρωί-πρωί για το Σακσαϋχουαμάν, έπειτα για το Κένκο, Πούκα Πουκάρα, Τάμπο Μακάϋ και τέλος στο χωριό Πίσαν όπου όπως έμαθα είναι σχεδόν υποχρεωτικό να πιεις τον καφέ σου στο ULRIKE’S CAFÉ στην πλατεία του χωριού. Ένα καφέ που άνοιξε πριν από χρόνια μια γερμανίδα που φτιάχνει καταπληκτικά γλυκίσματα, μεταξύ αυτών μία τρομερή μηλόπιτα.

Μ’ αυτές τις γλυκές αναμνήσεις παίρνουμε το αεροπλάνο για τη Λίμα αφήνοντας πίσω μας το Κούζκο. Στη Λίμα όμως έχουμε στη διάθεσή μας μόνο μισή ημέρα κι αποφασίζουμε να την περάσουμε στον αρχαιολογικό χώρο Χουάκα Πουκλάνα, στο Μιραφλόρες. Μία πυραμιδοειδής κατασκευή από τούβλα που εν τέλει σου δίνει περισσότερο την εντύπωση ενός λόφου. Όμως μέσα στο χώρο ζει μία οικογένεια σκύλων, μιας ράτσας που τη συναντάς μόνο στο Περού. Τη Βιράνγκο. Σκυλιά μικρομεσαίου μεγέθους, μυώδη, με σκούρο δέρμα – σχεδόν μαύρα – χωρίς τρίχωμα, εκτός από μια πορτοκαλοκίτρινη τούφα στο κεφάλι, στην πλάτη και στην άκρη της ουράς, καλοκάγαθα και – το πιο περίεργο – έχουν θερμοκρασία σώματος 40ο C.

Νύχτωσε όμως, κι έτσι παίρνουμε το λεωφορείο που μας μεταφέρει στο Τρουχίγιο, στα βόρεια του Περού.

ΤΡΟΥΧΙΓΙΟ

Μία πόλη σαν τις περισσότερες στο Περού. Χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο εκτός από την κεντρική πλατεία, την Plaza de Armas. Ο λόγος όμως που αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η πόλη, αλλά τα αρχαία που βρίσκονται πολύ κοντά σ’ αυτήν. Πιο συγκεκριμένα η αρχαία πόλη Τσαν-Τσαν, η οποία είναι κατασκευασμένη από λάσπη, κι ως εκ τούτου κινδυνεύει να εξαφανιστεί.

Όπως «εξαφανίστηκαν» κι οι μέρες μας στο Περού, χωρίς να το καταλάβουμε. Ένας μήνας φαίνεται μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως δεν είναι αρκετό. Είμαστε στο δρόμο της επιστροφής για τη Λίμα απ’ όπου και θα πάρουμε το αεροπλάνο για την Ελλάδα. Από το Περού παίρνω στις αποσκευές μου πολλά αναμνηστικά και μία καταπληκτική εμπειρία.

Φωτεινή Δράκου

Άρθρα
Πρώτα βήματα στη μελέτη σαξοφώνου: Ασκηθείτε με τενούτες.
Πώς να αυτοσχεδιάζετε στα πλήκτρα
Τα Ζαγοροχώρια, με ελάχιστους επισκέπτες και κατοίκους
Αγγλία, Ταξίδι δυο εβδομάδων
MyBlogBook #50
MyBlogBook #49
MyBlogBook #48
MyBlogBook #47
MyBlogBook #46
MyBlogBook #45